Tuesday, November 29, 2005

Λίγο πριν έρθει το λεωφορείο

Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο έστειλα στον Λάζαρο ένα μήνυμα. Κενό. Έτσι είχαμε συμφωνήσει. Περίμενα στη στάση το λεωφορείο για το Southampton. Ήμουν πολύ ήρεμη. Θα διάλεγα το επίθετο "ευτυχισμένη" αν δεν μου έσφιγγε τη καρδιά ο πρώτος αποχωρισμός. Άραγε να ήταν καλά? Άραγε να άνοιξε το πορτ μπαγκάζ? Βρήκε το κόκκινο κοτλέ πουκάμισο με τ'ασημένια κουμπιά που του άφησα κλεφτά? Νίκησα την υστερία της χαζής γκόμενας που με διέταζε να του τηλεφωνήσω και άναψα ένα τσιγάρο. Ήταν νωρίς το βράδυ. 15 Νοεμβρίου 1999. Στο αεροδρόμιο Heathrow.
Το τηλέφωνο μου χτύπησε ελάχιστα λεπτά μετά. Η φωνή του ακουγόταν παγερή. Η φωνή του ήταν σχεδόν πάντα παγερή από το τηλέφωνο. Τουλάχιστον στα πρώτα λεπτά της συνομιλίας. Η απόσταση πάντα του έδινε την αίσθηση του αρχηγού. Το πρώτο τηλεφώνημα μετά τη γνωριμία μας ξεκίνησε με έναν επίλογο: βάλαμε μια τελεία σε μια αόριστη γνωριμία που ξεκίνησε από μια οθόνη και αναπτύχθηκε από ένα ακουστικό. Με ύφος σχεδόν αστείο μου είπε πως ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί μου. Μου φάνηκε αστείο γιατί συνήθως η φωνή των ερωτευμένων σπάει σε αυτό το σημείο. Ο Λάζαρος το ξεφούρνισε με μια ιδέα προειδοποίησης. Κάποιος θα έλεγε πως ίσως και να ήταν θυμωμένος με τον εαυτό του που είχε παθιαστεί και ήταν ένα τόσο δα βήμα προτού χάσει τον έλεγχο. Με αυτό το τηλεφώνημα θέλησε να βεβαιωθεί πως ένιωθα κι εγώ το ίδιο. Πως τον ήθελα όσο κι αυτός εμένα. Πως αυτό το ταξίδι δεν ήταν μια περιπέτεια αλλά η αρχή του παραμυθιού μας. Πως θα έκανα οποιαδήποτε θυσία προκειμένου να είμαστε μαζί. Ναι! Ναι!Ναι!ΝΑΙ!
Απλά μια λέξη. Τρια γράμματα που σε κάθε τους επανάληψη οι σφυγμοί μας ανέβαιναν και οι φωνές μας ακούγονταν σα ψίθυροι. Πως πρέπει να νιώθει κάποιος μια τέτοια στιγμή? Όταν συναινεί στην αλλαγή της ζωής του? Όταν διαλέγει το διαστημόπλοιο αντί για το λεωφορείο προκειμένου να φτάσει σπίτι του? Πως νιώθει κάποιος όταν δει πως από εδώ και πιο πέρα ακόμα και η έννοια "σπίτι" αλλάζει? Πως πρέπει να νιώθει κάποιος όταν η σκέψη και η λογική δεν φρενάρουν το συναίσθημα? Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω. Μάλλον σε τέτοιες στιγμές μιλάει αυτό που έχουμε ανάγκη αντί γι' αυτό που έχουμε αποφασίσει. Δεν θυμάμαι το συναίσθημα εκείνης της στιγμής. Θυμάμαι μόνο πως και οι δυο παραδωθήκαμε. Σβήσαμε στις υποσχέσεις μας. Και είπαμε πόσο πολύ μας λείπαμε. Σε κάποιο σημείο ο Λάζαρος κόμπιασε και έκλαψε. Μου είπε πως είμαι ο τελευταίος έρωτας της ζωής του. Ήταν μεγάλος για να ελπίζει πως θα έχει άλλη ευκαιρία να ξανανιώσει όπως εκείνη τη στιγμή. Για τη Τζέσσικα σχεδόν δεν μιλήσαμε. Δεν είχε αξία άλλωστε. Μου ζήτησε χρόνο κι εγώ του τον έδωσα. Μου ζήτησε κατανόηση και θα το τακτοποιούσε. Μου ζήτησε και κάτι άλλο: να γίνω 43. Να καταλάβω πως είναι δύσκολο για έναν άνδρα 43 χρονών να φερθεί σαν 20χρονος. Ενώ θα ήταν ευκολότερο για 'μένα, με τη δική του καθοδήγηση, να ωριμάσω γρηγορότερα. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής λίγο η συγκίνηση της στιγμής, λίγο η κούραση, λίγο το λεωφορείο που ερχόταν δεν το πολυσκέφτηκα. Δεν το πολυκατάλαβα κιόλας. Πάντως συμφώνησα. Σε ένα τελευταίο λυγμό μου είπε πως είχε αγκαλιά του το πουκάμισο που βρήκε στο αυτοκίνητο. Μου είπε να προσέχω και να του τηλεφωνήσω μόλις φτάσω σπίτι.
Στο λεωφορείο δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν όσα είχαν συμβεί τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Κρατούσα στα χέρια μου και διάβαζα ξανά και ξανά ένα σημείωμα του πάνω σε ένα χαρτί του ξενοδοχείου: "Πάνω σε στέγες τσίγκινες έζησα λεπτά, ώρες, μέρες ευτυχίας. Ελπίζω να ξανάρθουν. Σύντομα."
Στο σπίτι με περίμενε η συγκάτοικος - που είχε να μου διηγηθεί τα δικά της χαμπέρια- και ξενυχτήσαμε κουβεντιάζοντας τα καθέκαστα. Η δική μου ιστορία όμως τέλειωσε γρήγορα γιατί αυτό που μου είχε μείνει από εκείνες τις ημέρες ήταν ένα συναίσθημα. Και εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να το περιγράψω ή να το αξιολογήσω. Ήθελα μόνο να του τηλεφωνήσω και να του πω ότι είμαι καλά.
Κοιμόταν όταν τον κάλεσα. Μέσα στον ύπνο του μου είπε πως του λείπω. Θυμάμαι τον ελαφρύ αναστεναγμό του πριν κλείσουμε το τηλέφωνο. Πολλές φορές τον θυμάμαι και αναρριγώ.

Saturday, November 26, 2005

Λεπτομέρειες

Ας πάμε λίγες μέρες πίσω. Λίγο πριν η Βέτα μου ρίξει τα χαρτιά και μου βρει ξαφνικό ταξίδι!
Όσο μιλούσαμε στο τηλέφωνο με τον Λάζαρο καταλάβαινα πως διαρκώς τον απασχολούσε κάτι. Θυμάμαι πως στα email που ανταλλάζαμε μου έγραφε πως ξυπνάει το πρωί και πίνοντας τον καφέ του με σκέφτεται και η μέρα του χαμογελά. Αλλά αυτό δεν κρατά πολύ γιατί τα συμβόλαια της ζωής του τον κρατάνε σφιχτά δεμένο στη πραγματικότητα και δεν του επιτρέπουν να ονειροπολεί. Δεν θα κρύψω πως σε κάποιο βαθμό αυτά μου φαίνονταν υπερβολές. Ήμουν 23, βλέπετε. Σε αυτή την ηλικία σου φαίνεται αδιανόητο πως κάποιος μπορεί και να ζει εξαρτημένος από συμβάσεις που ίσως και να μην έχει επιλέξει. Δεν είναι αδιανόητο ένας άνδρας 43 χρονών να μην κρατά το τιμόνι της ζωής του στα χέρια του? Ένας άνδρας με λαμπρό μυαλό και ευαισθησίες. Πως γίνεται αυτό?
Δεν χρησιμοποιούσα καιρό το διαδίκτυο για γνωριμίες και θεωρούσα πως είναι ένα μέσον που απευθύνετα μόνο σε ανθρώπους που αναζητούν σεξ ή κάτι παραπάνω και όχι σε όσους ήδη έχουν σχέση ή είναι παντρεμένοι. Είχα δει και το You've got mail και η αφελής πεποίθηση μου μετατράπηκε σε βεβαιότητα. Ή ηλιθιότητα, δεν έχει μεγάλη διαφορά.
Δυο μέρες πριν ο Λάζαρος μου βγάλει εισητήριο για την Αθήνα, μιλούσαμε στο τηλέφωνο. "Σούζη, πρέπει να σου πω κάτι για μένα και μου είναι πολύ δύσκολο αλλά δεν μπορώ να σου το κρύβω άλλο", μου είπε την ώρα που χαζογελάμε για κάτι άσχετο. "Δεν χρειάζεται να μου το πεις, το ξέρω", άκουσα τον εαυτό μου να λέει. Αισθανόμουν σαν τον Luke Skywalker: χωρίς να το θέλω ήταν σα να είχα κλείσει τα μάτια μου και να άφηνα τη Δύναμη να με οδηγήσει. "Τι ξέρεις δηλαδή?" με ρώτησε με τη βεβαιότητα του δικού μου λάθους. Και τότε είπα αυτό που η Μάρω Λύτρα θα έκανε 6 χρόνια μετά επιτυχία: "Υπάρχει άλλη". Και μετά σιωπή. "Είσαι ανεκτίμητη!" μου είπε. Και μετά κι άλλη σιωπή. "Είσαι ανεκτίμητη" επανέλαβε "θέλω να κλείσω για λίγο, να βάλω ένα ποτό και θα σε ξανακαλέσω". Κι έκλεισε η γραμμή.
Έμεινα ξαπλωμένη στο κρεββάτι μου. Στο μικρό δωματιάκι μου που έμοιαζε με μικρό χαρούμενο λούνα παρκ. Το ήξερα. Απλά δεν το παραδεχόμουν. Κάπως το είχα καταλάβει. Και τώρα τι? Ήθελα να τρέξω στο σαλόνι που ήταν η συγκάτοικος μου κι έβαφε τα μαλλιά της με της φιλενάδες της και να της πω τι είχε συμβεί αλλά το ξανασκέφτηκα. Η πιθανότερη αντίδραση της θα ήταν "Ε, το μαλάκα!". Μάλλον δεν ήταν ό,τι χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή. Δεν είχα εξάλλου δικαίωμα να τον κρίνω. Στο κάτω κάτω μιλούσαμε μια εβδομάδα από το τηλέφωνο. Μπορεί να παρασυρθήκαμε από το μυστήριο που φτιάχνει η απόσταση και η φωνή αλλά πέραν τούτου τίποτε άλλο κατ' ουσίαν πραγματικό δεν είχε συμβεί. Πριν προλάβω να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο.
Ο Λάζαρος ακουγόταν κουρασμένος. Μου είπε σε πολύ γενικές γραμμές την ιστορία του με τη Τζέσσικα. Πως γνωρίστηκαν όταν είχε χωρίσει, πως του είχε αλλάξει τη ζωή ή μάλλον πως του έδειξε τη ζωή που είχε ξεχάσει, πως ήταν μαζί αρκετά χρόνια, πως είχαν αρκετά χρόνια να κάνουν σεξ. Δεν μου είπε ποτέ το όνομα της. Εγώ απλά άκουγα. Δεν έκανα ερωτήσεις γιατί δεν ήθελα να πιστεύει πως απολογούταν. Δεν ίσχυε αυτό ούτως ή άλλως. Μου είπε πως ήταν μια σχέση που έχει χάσει κάθε ερωτικό στοιχείο και μένει μόνο σαν μια δυνατή φιλία. Δεν είχα λόγο να μην τον πιστέψω. Δεν ρώτησα τίποτε. Τον ευχαρίστησα που ήταν ειλικρινής μαζί μου και κλείσαμε. Η ένταση ήταν μεγάλη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να κουβεντιάσουμε για κάτι τετελεσμένο εκείνη τη στιγμή.
Μετά από λίγα λεπτά έμαθα και το όνομα της. Δεν ήταν δύσκολο. Οι καλύτεροι μου φίλοι κινούνται στον ίδιο χώρο με τη Τζέσσικα και όταν τους ανέφερα το όνομα του Λάζαρου -μέχρι εκείνη την ώρα δεν ήξεραν τίποτε- αμέσως μου είπαν για τη Τζέσσικα. Ήταν βλέπετε γνωστό ζευγάρι εδώ και χρόνια. Μάλιστα.
Θα είμαι απόλυτα ειλικρινής: η ύπαρξη της Τζέσσικας δεν με απασχόλησε καθόλου. Για την ακρίβεια ήταν σα να την έσβησα από το μυαλό μου. Η πραγματικότητα όμως δεν αλλάζει επειδή δεν την αντιμετωπίζεις.
Όσο ήμουν στην Ελλάδα ο Λάζαρος και η Τζέσσικα μιλούσαν πολύ συχνά στο τηλέφωνο. Όσο ήμουν παρούσα. Όσο ήμουν ξαπλωμένη δίπλα του. Όσο κάπνιζα στο μπαλκόνι της Μεγάλης Βρετανίας χαζεύοντας την κίνηση στην Αμαλίας. Μιλούσαν σαν φίλοι. Δεν ακούστηκε ερωτική κουβέντα. Ούτε όταν διακριτικά αποσυρόμουν στο μπάνιο αλλά κόλλαγα το αυτί μου στον τοίχο. Αισθανόμουν παράξενα. Ίσως κάποιες στιγμές να ντράπηκα κιόλας. Φαινόταν ερωτευμένος μαζί μου αλλά δεν μιλούσε σαν ερωτευμένος με τη Τζέσσικα. Και έβλεπα πως ερχόταν σε δύσκολη θέση όταν χτυπούσε το κινητό του. Ίσως τελικά να ήταν βολεμένος σε αυτή τη ζωή και να μην ήθελε να ξεφύγει αν δεν έβρισκε κάποια που θα αγαπούσε πραγματικά.
Αυτά σκεφτόμουν όσο ταξίδευα πίσω στηνΑγγλία. Α, και κάτι ακόμα! Σκεφτόμουν πως ίσως εγώ να ήμουν αυτή που θα του άλλαζε τη ζωή και θα τον αποδεσμεύε από το παρελθόν. Ίσως.

Wednesday, November 23, 2005

Τζέσσικα

Η Τζέσσικα είναι δημοσιογράφος. Γνωστή και αγαπητή. Αγαπητή στη συντριπτική πλεοψηφία του κόσμου και του δημοσιογραφικού κύκλου. Έχει έναν ιδιάζοντα κυνισμό, είναι ετοιμόλογη αλλά όχι γλωσσοκοπάνα, ειλικρινής σε βαθμό κακουργήματος και αγαπάει τους φίλους και την οικογένεια της σε επίπεδα λατρείας.
Η Τζέσσικα δεν είναι όμορφη. Σε καμία περίπτωση. Δεν είναι καν γλυκιά. τα χαρακτηριστικά της είναι λίγο τραχιά, δεν είναι ψηλή, έχει αραιά μαλλιά, έχει πατήσει τα 40 εδώ και 2-3 χρόνια και είναι πάντα ασουλούπωτη. Όμως, είναι διαφορετική. Είναι χαριτωμένη, έχει μια ιδιαίτερη λάμψη, με λίγα λόγια ξεχωρίζει αν όχι για το παραδείσιο κάλλος της τουλάχιστον για την προσωπικότητα της - και το θορυβώδες γέλιο της!
Έρωτες δεν γνώρισε πολλούς. Το προσωπικό της σύμπαν ήταν πάντα σε αναβρασμό, ίσως και υστερία, και δύσκολα κάποιος άλλος θα το άντεχε. Την έντονη κοινωνική ζωή, τα αλλοπρόσαλα ωράρια, τις αλλαγές πλεύσης ενός επιρρεπή -σε πολλά πράγματα- χαρακτήρα. Στα 33 της όμως και η Τζέσσικα ερωτεύτηκε. Ερωτεύτηκε πολύ. Έναν άνδρα λίγο μεγαλύτερο της. Έναν άνδρα που έβγαινε εκείνη την περίοδο από μια σχέση 17 χρόνων, σχεδόν ρημαγμένος. Και το μόνο που ήθελε ήταν φως!
Και η Τζέσσικα του το έδωσε! Τρελλά ερωτευμένοι και οι δυο μετονόμασαν τη ζωή τους σε πάρτυ κι έζησαν έτσι για αρκετά χρόνια. Με φίλους, με παρέες, με μουσική, με εκκεντρικότητες, με ορμή. Βοήθησε ο ένας τον άλλο συναισθηματικά και επαγγελματικά. Και σύντομα έγιναν ένα: μεταξύ τους αλλά και στη συνείδηση όσων τους ήξεραν.
Σεξ έπαψαν να κάνουν μετά τον πέμπτο χρόνο της σχέσης τους. Αυτό βέβαια δεν είχε και πολύ σημασία για την Τζέσσικα καθώς πολύ τακτικά είχε ερωτικές περιπέτειες, που συνήθως διαρκούσαν πολύ λιγότερο από μια βραδυά. Και ο φίλος της έκανε το ίδιο. Η σχέση τους όμως κατά τα άλλα ευημερούσε. Δεν ζούσαν μαζί αλλά βλέπονταν καθημερινά και περνούσαν πολύ χρόνο μαζί. Με δεκάδες τηλεφωνήματα και τελευταίο αυτό της καληνύχτας. Είχαν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ερωτικά δεν ανήκαν ο ένας στον άλλο. Δεν το κουβέντιασαν ποτέ. Όπως και δεν κουβέντιασαν ποτέ το ενδεχόμενο να ερωτευτούν άλλους ανθρώπους - αυτό ήταν αδιανόητο. Ή την πιθανότητα να πάψουν να αποκαλούν δεσμό αυτή την σχέση αγάπης που τους είχε απομείνει. Θεωρητικά δεν θα άλλαζε τίποτε.
"Πως όμως να περάσεις στην πράξη όταν η θεωρία είναι μισή? Και όλα τα άλλα που έχουν μεσολαβήσει? Πως γίνεται να αλλάξουν τόσα χρόνια?" ήταν η σκέψη που έκανε ο Λάζαρος την ώρα που με αποχαιρετούσε στην αίθουσα αναχωρήσεων και βημάτιζε προς τις αφίξεις για να παραλάβει τη Τζέσσικα που επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη.

Monday, November 21, 2005

Στα σύννεφα και πάλι

Την ημέρα που θα επέστρεφα στην Αγγλία ήμασταν και οι δυο στεναχωρημένοι και κανένας μας δεν είχε διάθεση να το κρύψει. Δεν συζητήσαμε για το μετά. Γενικά δεν συζητήσαμε τίποτε που να αφορούσε το "εμείς". Ο Λάζαρος θέλησε να με γνωρίσει σε μια πολύ καλή και παλιά του φίλη, την Άρτεμη. Έτσι το απόγευμα πήγαμε στο σπίτι της στο Μετς.
Η Άρτεμις ήταν μια γλυκιά σαραντάρα με λίγο κουρασμένα μάτια. Ίσως και λίγο δυστυχισμένα. Όμορφη. Από τις γυναίκες που δείχνουν κατανόηση σε όλα. Ακόμα και στην αυτοκαταστροφή τους. Η παρουσία μου την εξέπληξε λίγο και ίσως να με παρατηρούσε σαν εξωγήινη κάποιες στιγμές. Δεν ήταν αποδοκιμαστική απλά φαινόταν να απορεί. Την ώρα που μας αποχαιρετούσε μου είπε: "Χάρηκα πολύ. Φαίνεσαι δυνατή κοπέλα. Ελπίζω να μην κάνω λάθος". Δεν έδωσα πολύ σημασία. θα ήταν υπερβολή να μεταφράσω σε χρησμό Κασσάνδρας τα λόγια μιας άγνωστης. Εξάλλου με βόλευε περισσότερο να ξανακουκουλωθώ με την ευτυχία των τελευταίων ημερών παρά να ξεκινήσω κουβέντες που φαίνονταν προκαταβολικά αδιέξοδες. Αποφάσισα, λοιπόν, να το αφήσω.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας της Άρτεμης υπήρχε ένα δένδρο με κόκκινα άνθη. Ο Λάζαρος μου είπε πως το έλεγαν αλλά η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως πως λύγισε ένα κλαδί κι έκοψε ένα μεγάλο μπουμπούκι για να μου το δώσει. "Κράτα το" μου είπε "σπάνια ανθίζουν αυτή την εποχή".
Στη διαδρομή ζήσαμε την κινηματογραφική σιωπή που προηγείται του αποχωρισμού. Φτάσαμε ίσα ίσα για να προλάβω την πτήση μου. Αγκαλιαστήκαμε πολύ βιαστικά αλλά και πολύ σφιχτά. Για μια στιγμή μύρισα ξανά τον λαιμό του κι ευχήθηκα όλα αυτά τα κλισέ των τρελλά ερωτευμένων: να σταματήσει ο χρόνος, να ακυρωθούν όλες οι πτήσεις, έστω να καθυστερήσει ο κυβερνήτης. "Το ξέρεις πως δεν θέλω να φύγω, έτσι δεν είναι?" ρώτησα. (Όταν αρκετές ώρες αργότερα τα διηγόμουν όλα στη συγκάτοικο μου, θεώρησε πως αυτό ήταν πολύ ανασφαλές από μέρους μου και δεν θα έπρεπε καν να το είχα σκεφτεί. Εγώ απλά σκέφτηκα πως το αίσθημα είναι ατυχές άμα δεν κόβεται στα δυό. Υπάρχει κάπου ανάμεσα σε αυτές τις λέξεις χώρος για σουφραζετικά μανιφέστα? Ακόμα αγνοώ.) "Σημασία έχει πως θα αγωνιώ μέχρι να φτάσεις". Αυτό αρκούσε. Τον ξαναφίλησα στα γρήγορα κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
Ναι! Φυσικά και έκλαψα! Μόλις απογειωθήκαμε κλείστηκα στην τουαλέτα για λίγο κι έκλαιγα με λυγμούς. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη με όσα έζησα. Τόσο πολύ που θα έπρεπε να πληρώσω υπέρβαρο για τα όνειρα που είχα φορτώσει στο σακίδιο μου. Ο έρωτας όμως, λένε, πως είναι πόλεμος. Εγώ επέστρεφα στο σπιτάκι μου στην Αγγλία έχοντας κερδίσει τη πρώτη μάχη. Με τεράστιο όμως κόστος και μια υποχώρηση που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχα κάνει.

Friday, November 18, 2005

Grande Bretagne

Ο Λάζαρος είχε κλείσει δωμάτιο στη Μεγάλη Βρετανία. Οι δρόμοι ήταν άδειοι και φτάσαμε γρήγορα. Στη διαδρομή δεν μιλούσαμε. Κρατούσε τον λεβιέ των ταχυτήτων κι εγώ είχα τρυπώσει τα δυο μου δάχτυλα στη χούφτα του. Ήταν και η μοναδική επαφή που είχαμε.
Μας έδωσαν ένα δωμάτιο που δεν πολυάρεσε στον Λάζαρο και μας διαβεβαίωσαν πως το επόμενο πρωί θα μας μετέφεραν σε ένα με μπαλκόνι στη Πανεπιστημίου. Ο γκρούμ έφυγε και μείναμε μόνοι. Άναψα ένα τσιγάρο και κάθησα πάνω στο τραπέζι. Ήμουν πολύ κουρασμένη. Ήθελα λίγα λεπτά για να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε. Και τι θα συνέβαινε. Τον κοιτούσα και δεν μπορούσα να κάνω καμία σκέψη. Είχε το πρόσωπο ενός αγνώστου αλλά το βήμα και οι κινήσεις του ήταν παλιές και οικείες. Κοίταζα τριγύρω δήθεν αδιάφορα αλλά η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Με πλησίασε με έναν δισταγμό που νομίζω πως διέλυσα χαμογελώντας τρυφερά. "Μη φοβάσαι" μου είπε. Αλλά εγώ δεν απάντησα. Φιληθήκαμε και ξαπλώσαμε στο κρεββάτι.
Το βασικό πράγμα που θυμάμαι από εκείνες τις ημέρες είναι πως ήμασταν συνέχεια ξαπλωμένοι. Τα σώματα μας βρέθηκαν σε απόλυτη αρμονία από την αρχή. Χωρίς ντροπές, χωρίς αναστολές. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για το σεξ -κάτι που θα μπορούσε να ήταν και μοιραίο. Δεν χρειάστηκε όμως. Ανακαλύψαμε πως το μοναδικό πράγμα που είχε σημασία ήταν να ευχαριστήσει ο ένας τον άλλο. Κι αυτό φάνηκε από την πρώτη στιγμή. Σαν εραστής ο Λάζαρος ήταν απόλυτα σίγουρος για τον εαυτό του. Ήξερε ακριβώς τι ήθελε και ακριβώς τι έπρεπε να κάνει για να ικανοποιήσει. Είχε τον έλεγχο σε τέτοιο βαθμό που αισθανόσουν σιγουριά και όχι απειλή. Κι αυτό ήταν απελευθερωτικό.
Και κάθε φορά που τελειώναμε κοιμόμασταν για λίγο. Αγκαλιά. Σε στάση κουταλιού κι εγώ έβαζα τις πατούσες μου πάνω στα δικά του πόδια. Και όταν ξυπνούσαμε ήμασταν ακόμα αγκαλιά. Λες και ήμασταν έτσι από χρόνια.
Μείναμε στη Μεγάλη Βρετανία για 2 μέρες. Ο Λάζαρος είχε κάνει διήμερη κράτηση σε περίπτωση που όλα πήγαιναν κατά διαόλου και επέστρεφα στην Αγγλία κακήν κακώς. Τις υπόλοιπες μέρες μείναμε στο Esperia της Σταδίου. Ο τόπος άλλαζε, η ρουτίνα μας όχι. Όλη μέρα κάναμε έρωτα και γελούσαμε. Το Σάββατο το βράδυ ο Λάζαρος αρρώστησε κι έψαχνα φαρμακείο μέσα στη νύχτα. Η Αθήνα ήταν όμορφη όπως πάντα αλλά όλα είχαν αλλάξει. Περιπλανιόμουν στους δρόμους όχι για να συναντήσω φίλους αλλά για να πάρω φάρμακα. Γι αυτόν που νοιαζόμουν. Και θα γύριζα στο ξενοδοχείο να τον περιποιηθώ. Όχι με την μικροαστική έννοια. Με τη γεύση που αφήνει στην καρδιά σου η φροντίδα για τον άλλο. Τυλίχτηκα στο παλτό μου και με τη σκέψη πως μόλις επέστρεφα θα τον αγκάλιαζα, χαμογέλασα. Το επόμενο βράδυ είχα εγώ 39 πυρετό.

Monday, November 14, 2005

Ξημέρωμα Παρασκεύης

Πράγματα πολλά δεν είχα μαζί μου. Ταξίδευα για τέσσερις μέρες - και ίσως λιγότερο. Ένα μικρό σακίδιο στον ώμο. Η πτήση έφτασε ξημερώματα και το αεροδρόμιο -το παλιό αεροδρόμιο- σχεδόν άδειο. Θυμάμαι πως έτρεμαν τα πόδια μου. Θυμάμαι πως έκανα ένα γρήγορο τσιγάρο στις τουαλέτες μήπως και αποβάλλω λίγο από το φόβο. Θυμάμαι πως όταν βγήκα από την αίθουσα των αφίξεων δεν είχα το κουράγιο να κοιτάξω τριγύρω και έσκυψα να δέσω τα κορδόνια που δεν είχα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκα. Και τον είδα. Τον είδα που με κοίταζε. Ανέκφραστος. Μάλλον θα είναι κι εκείνος τρομοκρατημένος, σκέφτηκα και πήρα θάρρος. Για αρχή μοιραζόμασταν το ίδιο συναίσθημα και ήταν μάλλον απίθανο να ρεζιλευτούμε ο ένας στα μάτια του άλλου.
Στα λίγα βήματα που μας χώριζαν έπρεπε να σκεφτώ κάτι έξυπνο να πω. "Να 'μαι κι εγώωω!", είπα με το πιο αμήχανο χαμόγελο του κόσμου (Αν δεν μου μιλήσει μετά απο αυτή τη μαλακία δεν θα έχει και άδικο ο άνθρωπος, σκέφτηκα). Εκείνος χαμογέλασε -λιγότερο αμήχανα είναι η αλήθεια- και είπε απλώς "Πάμε". Μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων: για το ταξίδι, για τα κενά αέρος (που δεν είχε η πτήση μου αλλά είναι ένα θέμα που παρατείνει τον διάλογο), την κίνηση στη βραδυνή Αθήνα. Η φωνή του ακουγόταν πιο γαλήνια απ' ότι στο τηλέφωνο. Πιο ήρεμη. Ήταν στο ύψος μου περίπου. Φυσιολογικός δηλαδή. Με γένια γκρίζα και γκρίζα μαλλιά. Ήταν λίγο γεμάτος και φορούσε μακρόστενα μαύρα κοκκάλινα γυαλιά. Μου άρεσε. Δεν ήταν ωραίος, ούτε βγαλμένος από Άρλεκιν. Αλλά μου άρεσε. Και αυτή η σκέψη με ηρέμησε κάπως.
Μπήκαμε στο ασημί του αυτοκίνητο. Μύριζε όπως μυρίζουν τα καινούρια αυτοκίνητα οπότε απέκλεισα το να καπνίσω. Άσε που ακόμα και το κάπνισμα θα ήταν αμήχανο και θα έμοιαζα με τσούλα. Μείναμε για λίγο στο αυτοκίνητο. Έτριβα τα χέρια στα γόνατα μου από αμηχανία αλλά και από το κρύο. Ο ένας κοίταζε το παρμπρίζ, ο άλλος τα τέλη κυκλοφορίας. Ήταν από τις στιγμές που εύχεσαι να έρχονταν οι εξωγήινοι, 2-3 πρεζόνια ακόμα και η κάμερα του ALTER έτσι για να γίνει κάτι.
Και τότε με άρπαξε και με φίλησε.
Ήταν από αυτά τα κινηματογραφικά φιλιά που τα φαντάζεσαι αλλά μόνο όταν τα ζήσεις σου επιτρέπεται να νιώσεις σαν τη Meg Ryan. Το πρώτο μας φιλί. Ήταν κάπως άτσαλο. Ξέραμε που έπρεπε να πάνε τα χείλη αλλά όχι το πως. Ήταν ένα φιλί λαίμαργο. Δεν ήταν τρυφερό αλλά ούτε και άγριο. Ήταν ένα φιλί λαχτάρας. Το φιλί που θα αποκάλυπτε τα πάντα.Ένα φιλί που είχε αργήσει. Από εκείνα που σταματούν τον χρόνο για λίγο. Ίσως να μοιάζει με τη στιγμή που φτάνεις πολύ κοντά στο θάνατο: μετά από αυτό βλέπεις τη ζωή σου αλλιώς. Δεν ξέρω πως. Αλλιώς. Σα να έχουν όλα διαφορετική αξία. Σα να υπήρχε μια λογική σε όλη σου τη ζωή με σκοπό να φτάσεις σε αυτή ακριβώς τη στιγμή. Πολλά πράγματα δεν ξέρω στη ζωή. Και πολλά από αυτά ίσως και τυχαία να τα έμαθα. Όμως πάντα ήξερα ποιές ήταν οι στιγμές που η ζωή μου άλλαζε την ώρα ακριβώς που συνέβαιναν. Κι εκείνο το φιλί ήταν μια από αυτές τις στιγμές. Πριν ακόμα τελειώσει ήξερα πως πλέον όλα θα άλλαζαν. Την κατεύθυνση την αγνοούσα αλλά, σημασία καμία δεν είχε. Με είχε αγκαλιάσει σφιχτά και αυτό μόνο μετρούσε. Εκεί στο πάρκινγκ το παλιού αεροδρομίου, ξημερώματα Παρασκεύης.
Δεν ξέρω πόσο κράτησε εκείνο το φιλί. Δεν ξέρω αν τελείωσε ποτέ. Ξέρω ότι τα μάτια μας ήταν ανοιχτά...για λίγο. Μετά τα κλείσαμε. Και τα κρατήσαμε έτσι για πολύ καιρό.

Friday, November 11, 2005

Now Boarding

Όσο μιλούσα από το τηλέφωνο με τον Λάζαρο ένιωθα υπέροχα. Ένιωθα αλλιώς. Σαν κάτι σημαντικό να έχει συμβεί και να αλλάζει όχι μόνο την καθημερινότητα μου αλλά και το μέλλον μου. Ίσως και να ήταν μέσα στο μυαλό μου όλο αυτό. Μια παραίσθηση, ο ενθουσιασμός μιας διαδικτυακής γνωριμίας.
Όταν όμως μου ανακοίνωσε εκείνο το πρωινό της 6ης Νοεμβρίου πως μου είχε βγάλει εισητήριο για την Αθήνα, όλα άλλαξαν. Από τη μια μεριά η χαρά που θα γνώριζα το αντικείμενο του ενθουσιασμού μου, τη σάρκα που συνοδεύει τη φωνή που μου κρατούσε ζεστή συντροφιά τον τελευταίο καιρό. Από την άλλη όμως, ο φόβος πως το παρουσιαστικό του/μου θα μπορούσε να γκρεμίσει ό,τι μεθοδικά και με τόση αλλόκοτη τρυφερότητα έχτιζε η φωνή τις προηγούμενες εβδομάδες. Το να ερωτευτείς τη φωνή και τη σκέψη ενός ανθρώπου είναι εύκολο. 99% όμως είναι μια πλάνη. Μπορούσα να την αντιμετωπίσω? Είχα το κουράγιο να ταξιδέψω στην Αθήνα για να γνωρίσω κάποιον που λαχταρούσα και να επιστρέψω έχοντας διαγράψει το τηλέφωνο του από την ατζέντα μου? Γιατί ας μην κρυβόμαστε, τα chat τα χρησιμοποιούν δυο κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που ψάχνουν για σεξ και αυτοί που ψάχνουν για σεξ με την προοπτική ενός δεσμού. Σε ποιά κατηγορία κρυβόμουν? Δεν ξέρω. Σίγουρα πάντως δεν πρέσβευα ποτέ ένα από τα μεγαλύτερα ψέμματα στην ιστορία των ανθρώπινων σχέσεων: "Για μένα σημασία έχει ο άνθρωπος, όχι η εμφάνιση". Αν ακούσετε οποιονδήποτε να το λέει αυτό, καλέστε την αστυνομία και καταδώστε τον.
Η αμφιταλάντευση μου κράτησε λίγο. Αποφάσισα να πάω. Αν ήταν να μην τα βρούμε με τον Λάζαρο καλύτερα να γίνει με αυτόν τον παράτολμο τρόπο παρά, σ' ένα πεζό ραντεβού στο Θησείο. Κι εξάλλου αν δεν κάνω τρέλλες τώρα πότε θα τις κάνω? Όταν περάσουν τα χρόνια?
Τα χρόνια. 20 χρόνια μας χώριζαν! 20! 20!20! Έχει την ίδια ηλικία με τη μητέρα μου! Ούτε καλαμάκια δεν είχαμε στην Ελλάδα όταν γεννήθηκε. Έχει μπει στο πρώτο ασανσέρ της χώρας. Έχει δει τη Σαπφώ Νοταρά νέα. Τι πάω να κάνω?
Αρκετά με την άρνηση και τη δειλία. Θα παώ και βλέπουμε. Και ό,τι γίνει.
Πήγα κι έκοψα τα μαλλιά μου. Ο Λάζαρος ήταν ενθουσιασμένος και δεν άργησε να με παρασύρει κι εμένα. Όσο κουρεύομουν του έστειλα 6 μηνύματα. Το κάθε ένα περιείχε κι από ένα γράμμα από τη λέξη "Σ' αγαπώ". Έτσι ένιωθα. Άνοιξη. Τελικά δεν είχε τίποτε άλλο σημασία. Ήταν τέλος φθινοπώρου και κάπου βαθυά μέσα μου πίστευα πως σε μερικές ώρες θα γινόταν πάλι καλοκαίρι.
Ακόμα και η συγκάτοικος μου ήταν ενθουσιασμένη. Πήρα ένα μικρό σακίδιο, φόρεσα ένα μπλε βελούδινο παντελόνι, μια σκούρα μπλούζα, ένα ζευγάρι βλάχικα καφέ σουέντ παπούτσια και το μπλέ μου παλτό. Το μυαλό μου ήταν κενό. Δεν περίμενα τίποτα αλλά τα πόδια μου σε όλο το ταξίδι ήταν μουδιασμένα. Για πρώτη φορά δεν έφαγα τίποτε στην πτήση. Διάβαζα το "New York Trilogy" του Paul Auster -δώρο της Χρύσας για τα ταξίδια μου- και έριχνα κλεφτές ματιές στη φωτογραφία του Λάζαρου που είχα κρύψει ανάμεσα στις σελίδες. Όσο πιο πολύ τον κοίταζα, όλο και περισσότερο ξεχνούσα τα χαρακτηριστικά του.
Λίγο πριν προσγειωθούμε πήγα στην τουαλέτα να σουλουπωθώ. Με κοίταξα στα μάτια και τα είδα κενά. Ήθελα να με ρωτήσω "γιατί?" αλλά δεν προλάβαινα. Έπρεπε να επιστρέψω στη θέση μου και να προσδεθώ. Κοίταξα τη φωτογραφία για τελευταία φορά και την έβαλα στη τσάντα μου. Έκλεισα τα μάτια μου και αποφάσισα πως θα αποβιβαζόμουν τελευταία.

Tuesday, November 08, 2005

Ας τα πάρουμε από την αρχή

Με τον Λάζαρο (από εδώ και στο εξής θα αναφέρεται ως "ο Λου") γνωριστήκαμε τον Οκτώβρη του 1999 και συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το Νοέμβρη του ίδιου μήνα. Εγώ σπούδαζα στην Αγγλία κινέζικη αγιογραφία κι εκείνος ήταν αρχιτέκτονας. Εγώ 23, αυτός 43. Γνωριστήκαμε μέσω του ίντερνετ, τη μέρα πoυ η Tina Turner είχε κυκλοφορήσει το "When the heartache is over". Eίχα το ψευδώνυμο "Les amants du Pont-Neuf" κι εκείνος άρχισε να μου λέει αστειευόμενος ότι είμαι ο μεγάλος έρωτας της ζωής του και το πεπρωμένο μας έφερε κοντά και λοιπές άλλες μπουρδολογίες που στο μάθημα των αχαίων ελληνικών θα μεταφράζονταν ως "προοικονομία".


Έτσι ανταλλάξαμε τηλέφωνα και δυο μέρες μετά, μόλις μου συνέδεσαν τη γραμμή στο σπίτι, του τηλεφώνησα. Κι έτσι αρχίσαμε να μιλάμε. Ώρες ατελείωτες. Για τις ζωές μας, για κοινούς γνωστούς που ανακαλύψαμε, για τη συγκάτοικο μου που όλη μέρα έβαφε το μαλλί της κι έτρωγε τονοσαλάτα. Οι συζητήσεις μας δεν είχαν θέμα και δεν κατέληγαν πουθενά συγκεκριμένα. Αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε ο ένας τον άλλον χωρίς να ξέρουμε τι ζητάμε. Απλά ακούγαμε. Δεν είχαμε σχεδόν κανένα κοινό σημείο αναφοράς. Ακόμα και σε ό,τι άρεσε και στους δυο, τα 20 χρόνια που μας χώριζαν μετέτρεπαν την ομοιότητα σε διαφορά. Όμως ήταν μια νέα γνωριμία, μια φωνή ζεστή που ήθελε να σε ακούσει. Κάποιος που δεν γνώριζε τίποτε για σένα αλλά σε καλούσε για να δει αν κρυώνεις, αν έγραψες καλά στο διαγώνισμα.


Ένα μεσημέρι είχα πάει να δω στο σινεμά το "Βαθυά άγρια θάλασα" και ήμουν ολομόναχη στην αίθουσα. Μου έστειλε ένα μήνυμα στο κινητό και με ρώτησε πως είμαι. "Είμαι σινεμά και φοβάμαι", του απάντησα. Με πήρε τηλέφωνο από το γραφείο και άφησε ανοιχτή τη γραμμή όση ώρα δούλευε. Σχεδόν όσο κράτησε και η ταινία. Για να μην νιώθω μόνη.
Μιλούσαμε δέκα μέρες. Τι λέγαμε ακριβώς δεν θυμάμαι. Έχω όμως ακόμα ένα μπουφάν με σημάδια από λάσπες που φόραγα ένα πρωινό στο πάρκο όσο μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Μου είχε πει να καθίσω στο γρασίδι γιατί είχε κάτι σπουδαίο να μου πει. Το μπουφάν λερώθηκε ανεπανόρθωτα. Αν και είναι άδικο να το λέω αυτό γιατί όποτε το κοιτάζω μου έρχονται αναμνήσεις όμορφες.


"Σου έβγαλα εισιτήριο. Αύριο το απόγευμα πετάς για Ελλάδα", είπε ο Λάζαρος.

Monday, November 07, 2005

Οι Κυριακές!

Το σπίτι που ζούμε με τον Λάζαρο είναι λίγο πιο έξω από την Αθήνα. Στην εξοχή. Μεγάλο κτήμα, με κότες, σκύλους, γάτες, περιστέρια, τον Λάζαρο και τον καυστήρα του πετρελαίου.
Ο Λάζαρος ξυπνά πάντα αχάραγα πίνει τον καφέ του στη κουζίνα και σκέφτεται τι νούμερο πρόκα θα καρφώσει στο κοτέτσι. Εγώ πάλι ξυπνάω αρκετά αργότερα γιατί ονειρεύομαι όλο το πρόγραμμα του 'Διογένη' και όπως καταλαβαίνετε μέχρι να κάνει encore η Πέγκυ Ζήνα έχει παέι 10 το πρωί.
Συνήθως ο Λάζαρος κάνει επίτηδες θόρυβο με κάποιο σβουράκι, χλοοκοπτικό ή ό,τι βρει πρόχειρο για να με ξυπνήσει. Εγώ ξυπνάω, νιώθω ενοχές που ο άλλος κάνει χαμαλοδουλειές και κατεβαίνω να πιάσω το ξεσκονόπανο. "Καλημέεεερα", λέω με γλυκύτητα ενώ ο Λάζαρος πασπατεύει ένα κοτετσόσυρμα. "Πήγαινε να καθαρίσεις το σπίτι των σκύλων και να ραντίσεις τις κότες γιατί πιάσαν ψείρες πάλι" μου αντεύχεται ο καλός μου. Καταβάθος με αγαπά αλλά σήμερα είναι Κυριακή και σε λίγες ώρες θα έρθουν οι φίλοι του, προσώπατα της καλής κοινωνίας που θα μας φάνε τα φαγητά, θα ανοίξουν το ψυγείο και θα με ταπεινώσουν για το ζαχαρούχο που τρώω με το κουτάλι της σούπας. Θα ξαπλώσουν στο κρεβατάκι μου και θα κουβεντιάσουν για εξαιρετικά ενδιαφέροντα θέματα όπως: τη βιολογική πατάτα, το βιολογικό μανταρίνι και τον χαλβά του Κοσμίδη (λατρεμένο και ανεξάντλητο θέμα).
Εγώ γενικά τους συμπαθώ αλλά μου μετράνε τις μπουκιές και με κοιτάνε απαξιωτικά που ακούω Καλομοίρα. Τις προάλλες θέλανε να φωνάξουν την αστυνομία γιατί τόλμησα να πω : "Kαλός ο Σαββόπουλος αλλά σαν τη Γιαγκούση τίποτε!". Τη μια κυρία, την κοντή μαιμού, την έπιασε το αυχενικό της και μαζί με τα λουκάνικα κατάπιε κι ένα κουτί μεσουλίντ. Ο Λάζαρος -που ώρες ώρες στερείται χιούμορ- για τιμωρία μου έκοψε το Fame Story για 10 μέρες.
Τις Κυριακές που έρχονται οι φίλοι του καλού μου, υποκρινόμαστε πως όλοι έχουμε ίδια ηλικία. Για την ακρίβεια πως όλοι έχουν μια ηλικία μ' εμένα που είμαι 29. Οι ηλικίες τους είναι πάνω από 40-45 αλλά αν τους φερθώ σαν σαραντάρηδες θα δείξω ασέβεια στις σιλικόνες τους.
Ο καλός μου δεν περνάει και πολύ καλά μαζί τους αλλά κάνει τα πικρά γλυκά, για άγνωστους λόγους μέχρι στιγμής. Χαίρεται όμως όταν τους έχει επισκέπτες γιατί είναι και καλός μάγειρας και πάντα προσπαθεί να τους εντυπωσιάσει με κάποια συνταγή του τύπου 'σουβλάκι γαρίδας τυλιγμένο σε μοσχαρίσιες γλώσσες'. Οι ψωριάρες θα το φάνε φυσικά και μετά θα πάνε για συμπλήρωμα στα Goody's.
Το βράδακι θα πέσουμε πτώματα στο κρεββάτι. "Ωραία δεν ήταν?", θα με ρωτήσει ο Λάζαρος.
"Μόνο ώραία? Και το τζατζίκι που ήταν γιαούρτι με τζίντζερ ήταν ωραίο και, η ψεύτρα η γριά που είπε πως την ώρα που γεννιότανε μπαίνανε τα τανκς στο Πολυτεχνείο και η φοβερή συζήτηση για τις κρέμες προσώπου από ρύζι", θέλω να απαντήσω. Αλλά ας όψεται ο έρως. "Ναι, αγάπη μου ήταν πολύ ωραία".

Η Σούζη Γραμματικού

Καλώς ήλθατε στο μπλογκ της Σούζης Γραμματικού. Η Σούζη είναι 29 χρονών, ζει στην Αθήνα και πάντα χαμογελάει. Εδώ θα διαβάσετε την ιστορία της Σούζυς, τη ζωή της με τον Λάζαρο, τα δεκάδες αποτυχημένα ραντεβού της, τη σουρρεαλιστική της πραγματικότητα και την ελπίδα για ένα καλύτερο αισθηματικό αύριο! Η Σούζη σας ζητά εκ των προτέρων συγνώμη για τυχόν "σεντόνια"!