Sunday, January 29, 2006

Η κακή αρχή

Τα πράγματα κυλούσαν πολύ όμορφα. Η δουλειά ήταν ευχάριστη - αν και μεταξύ μας το να είσαι η γκόμενα του αφεντικού είχε ένα πλεονέκτημα στο ωράριο - και η συμβίωση μας ήταν απρόσμενα ευχάριστη. Ποτέ δεν καυγαδίζαμε, ποτέ δεν ενοχληθήκαμε από τη μόνιμη παρουσία του άλλου, ποτέ δεν... Οι φίλοι μου δεν μου έλειπαν. Αυτό ακούγεται μάλλον άσχημο και ίσως εμμονικό για τη σχέση μου με τον Λάζαρο. Ίσως και να ήταν. Δεν αισθανόμουν πως ήθελα να δω κανέναν άλλο. Από την πρώτη στιγμή που έφτασα μετρούσα τις ώρες μέχρι την επιστροφή μου. Οι στιγμές που δεν ήμασταν μαζί μου φαίνονταν χαμένος χρόνος. Μετά από αυτό βέβαια, ποτέ δεν κατηγόρησα κανένα φίλο ή φίλη μου που εξαφανιζόταν για καιρό όταν ερωτεύοταν. Το έβλεπα πάντα σαν δικαίωμα του. Ίσως και σαν υποχρέωση του. Να 'χαθεί' για λίγο, να βουλιάξει σε άλλα συναισθήματα που του έχουν λείψει, σε άλλα χέρια που η παρηγοριά και το χαμόγελο θα έχουν άλλη απόχρωση από αυτή των φίλων. Κι όταν καταλαγιάσει λίγο ο ενθουσιασμός με την ευτυχία, επιστρέφουμε για τη μοιρασιά.
Τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου μου έκανε δώρο ένα βαζάκι με γλυκό κεράσι. Όπως τη πρώτη φορά που ήρθε στην Αγγλία. Το κεράσι και το φιλί είχαν την ίδια γεύση: αυτή που σε προστάζει να κλείσεις τα μάτια και σου κλέβει την ανάσα.

Μέχρι τότε η παρουσία της Τζέσσικας - με εξαίρεση τις ημέρες των Χριστουγέννων- ήταν, σχεδόν, διακριτική. Αυτό βέβαια ήταν κατόρθωμα του Λάζαρου και όχι αποχή της ίδιας από τη ζωή του.
Ένα βράδυ η Τζέσσικα θα εμφανιζόταν σε μια εκπομπή στην τηλεόραση. Το ήξερα από μέρες αλλά επίσης, ήξερα πως δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να λείπουμε εκείνη την ώρα και να μην την παρακολουθήσουμε. Η ιδέα να ξαπλώσουμε στο κρεββάτι και να γελάσουμε με τα αστεία της ή να συμφωνήσουμε με όσα έλεγε μου φαινόταν εξωφρενική. Γι' αυτό και μόλις ξεκίνησε η εκπομπή βγήκα μια βόλτα. Ο Λάζαρος ήταν σπίτι "παρέα" με τη Τζέσσικα. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκε στο σπίτι μας και επίσημα πλέον στη κοινή μας ζωή.
Τριγύριζα για πολλή ώρα στο δρόμο χωρίς να μπορώ να μιλήσω σε κάποιον. Είχα πικραθεί και προσπαθούσα να προσδιορίσω τον λόγο. Ήταν η Τζέσσικα; Ήταν η Τζέσσικα στη τηλεόραση; Ήταν η άρνηση του Λάζαρου να καταλάβει πως η ανοχή ξαφνικά γινόταν κακόγουστη φάρσα; Ήταν η δική μου υστερία; Στο κάτω κάτω ο Λάζαρος μου αφιέρωνε το 90% του χρόνου και της ζωής του. Μάλλον ήταν το γεγονός πως πλέον αναγνώριζα το 10% που έλειπε. Και, δυστυχώς, το αναγνώριζα σαν εχθρό. Εκείνο το βράδυ, καθισμένη σε ένα παγκάκι στου Γκύζη συνειδητοποίησα πως ζούσα τον χειρότερο εφιάλτη μου: έπρεπε να διεκδικήσω τον Λάζαρο. Έπρεπε να παλέψω για να κερδίσω ακόμα και αυτό το 10%. Μεγάλη αδικία. Αυτού του είδους οι μάχες μοιάζουν με κύκλους ματαιότητας, με αδιέξοδα. Το "αν τον αγαπάς, διεκδίκησε τον" είναι ο συντομότερος τρόπος να χάσεις ό,τι αγαπάς. Τι μπορεί να κερδίσεις όταν η αγάπη γίνει προσπάθεια; Μάλλον τη βέβαιη τρέλλα. Αποφάσισα εκείνη τη στιγμή πως δεν θα προσπαθούσα, θα περίμενα. Λιγότερο εύκολα αλλά σίγουρα δικαιότερο.

Γύρισα στο σπίτι. Η Τζέσσικα είχε 'φύγει' αλλά η κακή διάθεση είχε ποτίσει τα πάντα σαν υγρασία. Κοιμηθήκαμε σιωπηλοί. Δεν μπορούσαμε να το κουβεντιάσουμε. Απλά γυρίσαμε τις πλάτες και διαγωνιστήκαμε ποιός θα ααστενάζει βαθύτερα. Στην ανοησία πήραμε άριστα.
Το επόμενο πρωί ήταν ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Ξεκίνησα την κουβέντα προσπαθώντας να του δώσω να καταλάβει πως ίσως να ήμουν υπερβολική αλλά δεν μου είναι εύκολο να συνηθίσω. Η συζήτηση σε χρόνο ρεκόρ έγινε καυγάς με το Λάζαρο να λέει πως αν κάποιος βρισκόταν σε δύσκολη θέση ήταν αυτός και όχι εγώ. Έκλεισε την πόρτα και έφυγε.
Και τότε έγινε η 'κακή' αρχή: έπεισα τον εαυτό μου πως ήταν όλα δικό μου λάθος, πως ήμουν παράλογη και υστερική και πως ο Λάζαρος είχε σε όλα δίκιο. Δίκιο μπορεί να είχε αλλά, όχι σε όλα. Απλά θεώρησα πως για να λήξουν οι καυγάδες και οι φωνές θα έπρεπε να επωμιστώ όλο το βάρος αυτής (και στο εξής σχεδόν κάθε) δυσάρεστης κατάστασης. (Μετά από χρόνια κάποιος θα βάφτιζε αυτή μου τη στάση "Παθητική Ψυχολογία". )
Ο Λάζαρος δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Κάλεσα δεκάδες φορές. Και όσο περνούσε η ώρα ο φόβος πως ίσως να μην γύριζε, με κυρίευε. Εκείνο το πρωί, η ιστορία μας είχε γίνει υστερία μου. Και όλα αυτά για το τίποτε.
Γύρισε μετά από μερικές ώρες και με βρήκε να κοιμάμαι στη ντουλάπα.

Friday, January 20, 2006

Η εκδρομή

Ήταν περίπου 12 το μεσημέρι και ο Λάζαρος μου τηλεφώνησε και ζήτησε να φύγω αμέσως από τη δουλειά και να γυρίσω σπίτι, το συντομότερο δυνατό. Χωρίς λόγια, χωρίς εξηγήσεις.
Έφυγα τρέχοντας γεμάτη ανησυχία κι εωτηματικά. Από το ταξί προσπάθησα να τον καλέσω αλλά στο κινητό δεν απαντούσε. Έφτασα σπίτι κι εκείνος έλειπε. Ενστικτωδώς κοίταξα αν τα πράγματα του ήταν εκεί για να σιγουρευτώ πως δεν είχε φύγει σαν τον κλέφτη. Τα πράγματα του ήταν εκεί κι εξάλλου κανένας κλέφτης δεν σε καλεί να γίνεις μάρτυρας της φυγής του. Άναψα ένα τσιγάρο κι αρχισα να κάνω σενάρια καταστροφολογίας με το μυαλό μου. Προσπαθούσα να θυμηθώ τη φωνή του στο τελευταίο τηλεφώνημα. Ήταν ανήσυχη; Τρομοκρατημένη; Φοβισμένη; Πνιγμένη στην απόγνωση; Δεν μπορούσα να θυμηθώ. Ήταν αδύνατον. Άρχισα να προετοιμάζομαι για το χειρότερο. Δεν είχα ιδέα τι θα μπορούσε να ήταν αυτό αλλά εγώ θα το περίμενα. Δεν θα ξαφνιαζόμουν και θα το αντιμετώπιζα ήρεμη και νηφάλια. Άναψα ένα τσιγάρο και περίμενα. Κι άλλο μετά.
Δεν άκουσα το κλειδί στην πόρτα όταν μπήκε ο Λάζαρος αλλά πριν ακόμα προλάβω να τον ρωτήσω το παραμικρό μου είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο "Ντύσου γρήγορα, φεύγουμε!" Είχε σχεδιάσει ένα ταξίδι έκπλήξη!
Σε λιγότερο από μισή ώρα ξεκινούσαμε για Μονεμβασιά. Μέσα στη βροχή. Στα πόδια μου ένα μεγάλο σακ βουαγιάζ γεμάτο cds που είχε φέρει από το σπίτι του για να βάζω μουσική στη διαδρομή. Το ταξίδι ήταν μεγάλο και ο άσχημος καιρός το δυσκολεύε... μάλλον. Δεν ξέρω.
Αν με ρωτούσε κάποιος τόσο τότε, όσο και σήμερα που έχουν περάσει 6 χρόνια τι θυμάμαι από αυτή την εκδρομή θα απαντούσα πως δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Δεν θυμάμαι τις ταμπέλες που περάσαμε στο δρόμο, τα χωριά ή τις ταβέρνες που καθήσαμε. Δεν θυμόμουν καν το όνομα του ξενοδοχείου - 'Λαζαρέτο' το έλεγαν αλλά κι αυτό χρειάστηκε να το ψάξω στο internet και να το προσδιορίσω από τις φωτογραφίες. Θυμάμαι πως είχαμε ένα υπέροχο δωμάτιο αλλά δεν θυμάμαι πως ακριβώς ήταν. Θυμάμαι πως είχαμε υπέροχη θέα και θυμάμαι πως γνωρίσαμε ένα ζευγάρι που είχαν έρθει να γιορτάσουν τα 30 χρόνια του γάμου τους και τα πρωινά κατέβαιναν στη παραλία και πέταγαν βότσαλα στη θάλασσα! Γενικά, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες από το ταξίδι αυτό.
Θυμάμαι πως γελούσαμε πολύ. Θυμάμαι πως στα χείλη μας υπήρχε μόνιμα ένα χαμόγελο. Θυμάμαι γιαούρτι με κυδώνι και σπιτικά μακαρόνια με μυζήθρα. Μας θυμάμαι σε μια βόλτα στο κάστρο να κρυώνουμε. Λίγα πράγματα.
Θυμάμαι όμως την αίσθηση. Αυτό το θυμάμαι δυνατά και ξεκάθαρα. Το μυαλό εντελώς άδειο και η καρδιά φουσκωμένη από τον καθαρό αέρα, τη γαλήνη και την ευτυχία. Ήταν από εκείνες τις στιγμές της ζωής που αν μου ζητούσαν να κάνω τρεις ευχές, δεν θα έφτανα ούτε στη πρώτη συλλαβή. Δεν θα την έβρισκα άλλωστε. Οι στιγμές που νιώθεις πως τα έχεις όλα. Έστω κι αν μπρόστα σου απλώνεται μια ολόκληρη ζωή. Εκείνες τις ημέρες ευχαρίστως θα αντάλλαζα πολλά πολλά χρόνια από το μέλλον μου για να σταματήσω σε μια ώρα κάπου ανάμεσα στη Παρασκεύη το μεσημερί και στο βράδυ της Κυριακής. Ήμασταν πάρα πολύ ερωτευμένοι. Δεν χρειαζόμασταν την συντροφιά κανενός άλλου, δεν είχαμε καμία φιλοδοξία, κανένα όνειρο για παρακάτω. Εκείνη η επαφή μας έφτανε. Εκείνες οι μέρες αρκούσαν. Το μυαλό μας δεν το θόλωνε ούτε η μέρα που θα επέστρεφα στην Αγγλία, ούτε τα τηλεφωνήματα της Τζέσσικας, ούτε το περίεργο βλέμμα που μας έριξε το ζευγάρι που γνωρίσαμε όταν ήρθε στο δωμάτιο μας και διαπίστωσε πως υπήρχε μόνο ένα διπλό κρεββάτι - προφανώς τους είχε κάνει 'ελαφρυά' εντύπωση η διαφορά της ηλικίας που είχαμε με τον Λάζαρο.
Ε, και; Όσα και αν αλλάζαν, ό,τι και αν συνέβαινε για πρώτη φορά πίστεψα πως είχα την πρώτη στέρεη ανάμνηση αυτής της σχέσης στο μυαλό μου και το βαθύ της αποτύπωμα στη καρδιά μου. Όλο αυτό το συναίσθημα δεν ημερεύε ούτε ακόμα και όταν σκεφτόμουν την επιστροφή. Ούτως ή άλλως θα γυρίζαμε μαζί στο ίδιο σπίτι. Και αυτό που ζούσαμε ήταν πλέον σίγουρο πως δεν γνώριζε τόπο ή χρόνο. Υπήρχε.
Για μένα υπήρξε η ωραιότερη εκδρομή της ζωής μου. Λίγα χρόνια μετά, ο Λάζαρος μου είπε πως μέχρι εκείνο το Σαββατοκύριακο ήταν τόσο ερωτευμένος που "θα γινόταν χαλί". Ούτε ποτέ του ζήτησα κάτι τέτοιο αλλά, ούτε και έδωσα σημασία στο "μέχρι" του.

Sunday, January 15, 2006

Τα καθημερινά

Τη δεύτερη μέρα της άφιξης μου, πήγα στους γονείς μου. Θα ένιωθα φοβερές τύψεις αν δεν τους επισκεπτόμουν όλο αυτό το διάστημα που θα ήμουν στην Ελλάδα. Είπα πως μετά θα ήμουν πολύ απασχολημένη και δεν θα μπορούσα να γυρίσω πριν το Πάσχα. Έτσι πήγα σπίτι μου για μια μόνο μέρα. Ίσως μέσα μου να ήθελα από κάπου να πάρω δύναμη πριν βουτήξω στα βαθυά. Ίσως και να ήθελα να σιγουρέψω για μια ακόμη φορά πως ακόμα κια αν όλα πήγαιναν κατά διαόλου με τον Λάζαρο, το σπίτι μου θα ήταν εκεί ζεστό κι έτοιμο να με αγκαλιάσει και να με ηρεμήσει.
Φυσικά, δεν προέβλεψα πως ο μπαμπάς μου θα ήθελε την επόμενη μέρα να με συνοδέψει στο αεροδρόμιο! Λίγο δε πριν φτάσουμε στο αεροδρόμιο (νωρίς το πρωι Κυριακής) ήταν φανερό πως θα περίμενε - στη καλύτερη περίπτωση - να επιβιβαστώ. Πόνταρα στην αξιοπρέπεια και τη διακριτικότητα του και είπα πως θα έπρεπε να φύγει γιατί θα ερχόταν ένα αγόρι που βγαίναμε από τα Χριστούγεννα και θα ήθελα να τον δω για μισή ώρα πριν φύγει η πτήση μου. Ο μπαμπάς μου το δέχτηκε, με φίλησε και έφυγε. Περίμενα μισή ώρα κλεισμένη στη τουαλέτα και μετά τηλεφώνησα σπίτι μου προφασιζόμενη πως ξέχασα κάτι. Όταν απάντησε ο μπαμπάς μου, ντράπηκα μεν ανακουφίστηκα δε. Πήρα ένα ταξί και πήγα στο σπιτάκι.

Tην επόμενη μέρα ξεκίνησα δουλειά σε ένα από τα γραφεία της επιχείρησης του Λάζαρου. Ήταν μια πολύ ωραία λύση για να μην μένω φυλακισμένη στο σπίτι τα πρωινά αλλά και για τον Λάζαρο που δεν θα είχε την έννοια πως είμαι μόνη μου. Έτσι θα βλεπόμασταν κάποια πρωινά κιόλας - δεν ήμασταν ούτε στο ίδιο γραφείο, ούτε στην ίδια περιοχή. Με είχε πάει λίγες μέρες νωρίτερα και μου είχε δείξει τη δουλειά.
Θυμάμαι το πρώτο πρωινό που πήγαμε. Κάποιες στιγμές νομίζω πως τον κοίταγα με ανοιχτό το στόμα. Τον χάζευα να έχει τον έλεγχο μιας δουλειάς που εγώ πολύ λίγο καταλάβαινα. Μιλούσε, οργάνωνε, έδινε κατευθυντήριες (και μου έριχνε κλεφτές ματιές). Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον καμάρωνα. Για κάποιο περίεργο λόγο δε, η ματιά μου είχε κολλήσει στα χέρια του. Τα κοίταζα μαγννητισμένη λες κι αν σταματούσαν να κινούνται κάτι θα συνέβαινε. Ήταν από τις στιγμές που θυμάμαι να μεγαλώνει μέσα μου ό,τι ένιωθα για εκείνον.

Οι μέρες κυλούσαν μαγικά. Στη δουλειά πήγαινα σχεδόν καθημερινά - με εξαίρεση τις ημέρες που αποφασίζαμε να χουζουρέψουμε ως αργά και μετά να κάνουμε "day of fun" όπως έλεγα. Το συνηθέστερο βέβαια ήταν να έρχεται και να με παίρνει από τη δουλειά. Με αυτό τον τρόπο άλλαξε και η οπτική του Λάζαρου απέναντι στην ίδια του την εργασία. Πολλά μεσημέρια του έστελνα φαξ δίνοντας αναφορά για ό,τι νόμιζα ή θα ήθελα να συμβαίνει στο γραφείο. Έβγαλα παρατσούκλια στις άλλες δυο κοπέλες κι αρχίσαμε να φτιάχνουμε σουρεαλιστικές ιστορίες γύρω από τη ζωή τους. Οι κοπέλες σημειωτέον δεν με πολυσυμπαθούσαν γιατί όλη την ώρα μιλούσα στο τηλέφωνο - χωρίς βέβαια να ξέρουν πως μιλάω με το αφεντικό τους.
Αυτό ήταν ένα άλλο περίεργο με τον Λάζαρο. Δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου μια στιγμή που να μην είχαμε κάτι να πούμε. Τα καταιγιστικά τηλεφωνήματα των ερωτευμένων συνήθως καταλαγιάζουν και λιγοστεύουν μετά από λίγο καιρό. Μ' εμάς αυτό δεν συνέβη ποτέ. Τόσο διαφορετικοί άνθρωποι και με τόσα πολλά πράγματα να πούμε. Υπήρχαν συνέχεια θέματα. Μιλούσαμε για τα πάντα και να φανταστείτε πως ακόμα δεν είχε γνωρίσει τους φίλους μου ή εγώ τους δικούς του. Με τον Λάζαρο δεν πλήτταμε ποτέ. Μπορεί να μην κάναμε τίποτε απολύτως. Μπορεί να κοιτούσαμε το ταβάνι. Όμως ούτε για μια στιγμή δεν βαρεθήκαμε. Μιλούσαμε και γελούσαμε συνέχεια. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον δεν υπήρξε μια φορά που να μην ανυπομονούσαμε να συναντηθούμε. Πέρα από το ρομάντσο που ζούσαμε (ή ίσως και εξαιτίας του) ξέραμε πως μόλις βλεπόμασταν όλα θα γίνονταν χαρούμενα. Ακόμα και στις εξαιρετικά δύσκολες στιγμές. Ακόμα και τότε ανυπομονούσαμε.
Ούτως ή άλλως, μεταξύ μας πάντα υπήρχε και το στοιχείο της έκπληξης - κάτι που ποτέ δεν συνηθίσαμε. Όπως μια Παρασκεύη που μου τηλεφώνησε στη δουλειά ενώ μου είχε πει πως βρισκόταν σε ένα συμβούλιο. Ήταν από εκείνες τις Παρασκεύες που έβρεχε πάρα πολύ.

(ΣΣ Σας υπόσχομαι πως δεν θα ξανα καθυστερήσει τόσο άλλο ποστ:-).)

Sunday, January 08, 2006

Interlude

Η πρώτη ανάμνηση που έχω από το σπίτι της Λομβάρδου είναι ένα ταψί σπανακόπιτα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ζεστή, πλούσια, η ωραιότερη που είχα φάει ποτέ.
Η δεύτερη εικόνα ήταν το πρόσωπο του Λάζαρου να με ξυπνάει το επόμενο πρωί. Γελαστός, μυρωδάτος κρατώντας ένα κουτί από φούρνο. «Σου ‘φερα καλούδια» μου είπε.
Μετά θυμάμαι τις σκέψεις μου.
Τον ορυμαγδό από κουβέντες και λόγια μέσα στο κεφάλι μου.
Θυμάμαι πως ώρες ώρες τον κοίταζα καθώς κοιμόταν και αναρωτιόμουν ποιος ήταν. Πώς βρέθηκε να κοιμάται δίπλα μου αυτός ο άνθρωπος; Τι θα γινόταν αν ξυπνούσε; Είναι άραγε αυτός ο άνθρωπος που θα αγαπάω για την υπόλοιπη ζωή μου τόσο δυνατά όσο αυτή τη στιγμή; Τον αγαπάω στ’ αλήθεια ή μεταφράζω σε αγάπη τη μαγεία της ζεστής του παρουσίας;
Θυμάμαι πως εκείνο τον Φεβρουάριο είχε σχεδόν συνέχεια συννεφιά, βροχή και κρύο. Δεν θυμάμαι πολλές μέρες με λιακάδα.
Έχω την εικόνα δυο ανθρώπων σε ένα δωμάτιο να φέρονται σαν χρόνια ερωτευμένοι. Στην ουσία θυμάμαι δυο πολύ ερωτευμένους ανθρώπους να προσπαθούν να φανούν άνετοι σε μια απρόσμενη πραγματικότητα. Σε μια καθημερινότητα με ξέστρωτα κρεβάτια, άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη και νερά στο μπάνιο. Με εκτροπές στα κινητά τηλέφωνα για να μην καταλάβει κανένας που βρισκόμασταν. Χωρίς δοκιμαστικά και δίχως μέρες προσαρμογής. Μόνο εμείς οι δυο. Να μοιραζόμαστε έναν Φεβρουάριο έτσι όπως κανείς μας δεν τον είχε σχεδιάσει ή φανταστεί. Να μοιάζουμε εξόριστοι για άλλη μια φορά στην Αθήνα. Να κρυβόμαστε. Να βιαζόμαστε.
Έχουν περάσει χρόνια από τότε, και την επόμενη φορά θα σας διηγηθώ τι συνέβη τότε. Όμως τώρα πια βλέπω τα πράγματα πιο ξεκάθαρα. Και μπορώ να σας πω με μεγάλη βεβαιότητα πως ο έρωτας μπορεί και να θολώνει την κρίση σου. Μπορεί και να σε οδηγεί σε αποφάσεις αψυχολόγητες, σε ανόητες κινήσεις, σε σπασμωδικές αντιδράσεις. Μπορεί να σε κάνει κυκλοθυμικό και ονειροπόλο. Μπορεί να ανατρέπει την ισορροπία της λογικής και μπλα μπλα μπλα . Πολλά, πολλά, πολλά άλλα. Τα βράδια όμως όταν ξαπλώναμε και στριμωχνόμασταν στην ίδια πλευρά του κρεβατιού, κόβαμε στη μέση μια καληνύχτα και πίναμε το ζουμί της αγκαλιά. Μια πίκρα κομμένη στα δυο.
Γιατί όσο γλυκά κι αν σε νανουρίζουν οι χτύποι της καρδιάς του πάντα σε πιάνει ένα παράπονο για τις νύχτες που κοιμόσουν μόνη. Κι ένας αναστεναγμός πριν κοιμηθείς, σιωπηλός σα προσευχή για να μην ξαναρθούν τέτοιες ώρες.
Κάπως έτσι γλιστράμε κάπου ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Χωρίς όμως αυτό το ‘κάπου ανάμεσα’ να λέγεται παρόν.

Wednesday, January 04, 2006

Το σπίτι της Λομβάρδου

Οι εξετάσεις του Γενάρη πέρασαν γρήγορα. Θα μεσολαβούσαν 2 εβδομάδες μέχρι την έναρξη του επόμενου εξαμήνου. Οι περισσότεροι φοιτητές επιστρέφουν γι' αυτό το διάστημα στην Ελλάδα, κάτι που εγώ μέχρι τότε δεν είχα κάνει. Συνήθως εκμεταλλευόμουν τις εβδομάδες αυτές για εκδρομές και χαλάρωση σε μια -σχεδόν- άδεια πανεπιστημιούπολη. Αυτή τη χρονιά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Ήταν σίγουρο πως θα γύριζα στην Ελλάδα. Σκεφτήκαμε όμως πως αφού οι γονείς μου δεν με περίμεναν, θα ήταν μια καλή ευκαιρία να επέστρεφα κρυφά και να περνούσαμε 2 εβδομάδες μαζί με τον Λάζαρο. Δυο ολόκληρες εβδομάδες συνέχεια μαζί! Ακουγόταν απίστευτο! Και πρακτικά ανέφικτο! Υπήρχε το πρόβλημα της διαμονής αφού και ο Λάζαρος φιλοξενούταν προσωρινά στο πατρικό του. Το ξενοδοχείο ήταν μια λύση αλλά -καθότι καλομαθημένοι αμφότεροι- το κρατήσαμε σαν έσχατη λύση. Ο Λάζαρος ξεχύθηκε στους δρόμους και άρχισε να ψάχνει για επιπλωμένο διαμέρισμα που θα μπορούσε να νοικιάσει για 2 εβδομάδες. Τα περισσότερα είτε ήταν διαθέσιμα μετά από καιρό, είτε ήταν εξαιρετικά ακριβά αλλά κυρίως κανένα δεν νοικιαζόταν για 15 μόνο μέρες. Έτσι αποφασίσαμε να δώσουμε παράταση μιας εβδομάδας στη διαμονή μου. Δεν θα χανόταν ο κόσμος αν έχανα και μιας εβδομάδας μαθήματα. Ο Λάζαρος δεν άνηκε ευτυχώς στη κατηγορία εκείνων που θα προτιμούσαν να στερηθούν τον άλλο από το να πάει πίσω στις σπουδές του - κάτι που εκτίμησα πολύ γιατί φάνηκε πως με αντιμετώπιζε σαν ενήλικη που μπορούσε να αποφασίσει για τη ζωή της και να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεων της. Ούτως ή άλλως κι από τη δική μου πλευρά, υπήρξαν χιλιάδες φορές που τον ξεσήκωνα να παρατήσει τη δουλειά του για να βρεθούμε. (Εδώ θα μπορούσε να ξεκινήσει μια μεγάαααλη κουβέντα για τον εγωισμό στις ανθρώπινες σχέσεις και πως μπορεί να τις καταστρέψει αλλά, έχουμε καιρό μέχρι να το θίξουμε αυτό).
Αποφασίστηκε λοιπόν να μείνω 3 εβδομάδες - που τελικά έγιναν 4!! "Και σπίτι βρήκαμε και το νοικιάσαμε". Στου Γκύζη, στην οδό Λομβάρδου. Το νούμερο δεν το θυμάμαι καλά. Ίσως 12, ίσως 14. Στο δεύτερο όροφο ήταν πάντως. Το νοίκιασε δυο μέρες πριν επιστρέψω. Χιλιάδες τηλεφωνήματα, σα μικρό παιδί με το καινούριο του παιχνίδι: "η κούκλα μου κάνει αυτό/ σου είπα πως κάνει και το άλλο;/ ξέχασα να σου πω ότι κάνει και το τρίτο". Έτσι ήταν και ο Λάζαρος. Υπερενθουσιασμένος! Μου τηλεφωνούσε να μου πει για τα κρεβάτια (που ήταν δυο μονά αλλά τα είχε 'δέσει' με ζώνες), για τα ποτήρια, για τα ντουλάπια, για το μπάνιο, για την περιοχή κλπ. Σε κάθε τηλεφώνημα ήταν όλο και πιο φανερό πως το διαμέρισμα δεν του άρεσε καθόλου - αργότερα μου το επιβεβαίωσε λέγοντας πως τον κατέθλιβε γιατί του θύμιζε τα πρώτα δύσκολα χρόνια που είχε ζήσει στο εξωτερικό. Όμως αυτό θα ήταν το σπίτι μας. Έστω και για λίγες εβδομάδες. Έστω και αν και οι δύο επηρεασμένοι κυρίως από στερεότυπα πιστεύαμε ότι ίσως και η σχέση μας να δοκιμαζόταν με αυτή τη συγκατοίκηση. Ήταν όμως το σπίτι μας, το πρώτο μας σπίτι. Ήμασταν και οι δυο ξετρελλαμένοι με την ιδέα πως θα για κάμποσο καιρό θα ξυπνούσαμε μαζί το πρωί, θα φτιάχναμε μια ρουτίνα και θα τη διασκεδάζαμε, θα τρώγαμε μαζί, θα σχεδιάζαμε τη μέρα μαζί.
Όλα μέχρι εκείνη τη στιγμή γίνονταν με ιλιγγιώδη ρυθμό. Ευτυχώς χωρίς κανένα φόβο αλλά με τη γενναιότητα και τον παρορμητισμό που φέρνει η βεβαιότητα της σωστής επιλογής. Με τον Λάζαρο συνέβαινε αυτό ακριβώς το πράγμα: μας χώριζαν δεκάδες Γκραν Κάνυον αλλά ούτε εγώ, ούτε εκείνος -μέχρι τότε τουλάχιστον- διαπραγματευόμασταν την επιλογή μας. Είχαμε ενστάσεις αλλά όχι αμφιβολίες. Μπορεί να θέλαμε να αλλάξουμε ο ένας τον χαρακτήρα της άλλης και το αντίστροφο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μαχόμασταν την πραγματικότητα που μας έδενε. Η επιθυμία μας ήταν το γεγονός και όλα τα υπόλοιπα μεταβλητές που όμως δεν επηρέαζαν την τελική απόφαση. Το "σ' αγαπώ" το είχαμε πολύ νωρίς, σύμφωνα με τα κλισέ των σχέσεων. Πολύ πριν ανακαλύψουμε όλες τις πτυχές μας. Ίσως και γι' αυτό το λόγο όλα να φαίνονταν σαν παραμύθι: γιατί είχαμε τη βεβαιότητα πως οι μάγισσες, οι δράκοι και τα δαγκωμένα μήλα ήταν κάτι αναπόφευκτο. Στο τέλος όμως, "θα ζούσαμε εμείς καλά, κι ακόμα πιο καλά...καλύτερα".

Έφτασα στην Ελλάδα Πέμπτη βράδυ, ξημερώματα Παρασκεύης στο τέλος του Γενάρη. Κρυφά από γονείς, κρυφά και από φίλους. Φορούσα ένα μαύρο ζιβάγκο και μάλλινο γκρι παντελόνι. Θυμάμαι πως έκανε πολύ ζέστη όταν με αγκάλιασε.