Wednesday, October 18, 2006

Aναζητήσαμε κάτι παλιό

Ήρθε ένα βράδυ απροειδοποίητα.
Για ώρες δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα μου, με τον ίδιο τρόπο που δεν απαντούσε στην απόγνωση μου εδώ και καιρό. Όταν τελικά μου τηλεφώνησε είχε ήδη φτάσει στο Χήθροου κι επιβιβαζόταν στο λεωφορείο. Ταχτοποίησα όπως όπως το σπίτι και πήγα στο λιμάνι να τον συναντήσω.
Φορούσε εκείνο το κίτρινο μπουφάν που το έκανε να μοιάζει νεαρός, πολύ νεαρός. Σα να τον έβλεπα για πρώτη φορά. Σας το’χω ξαναπεί νομίζω: ακόμα και σε στιγμές που η κοινή μας ζωή ήταν ένα βήμα πέρα από τον γκρεμό ακόμα και τότε ήταν σαν τον συναντούσα πρώτη φορά. Αυτός όμως ο ερχομός του ήταν και κυριολεκτικά μια νέα φορά.
Τον έβλεπα να αποβιβάζεται από το λεωφορείο και τον καμάρωνα. Αλλά και λίγο τον φοβόμουν. Η ανάγκη να είμαστε μαζί είχε μετατραπεί σε εμμονή. Η εμμονή από την αρρώστια χωρίζονται από ένα διάφανο παραβάν και πολύ συχνά η μια κρυφοκοίταγε την άλλη. Θυμός, νεύρα, ζήλια, μοναξιά, ανακρίσεις, ψέματα, πολλά ψέματα. Οι μέρες που ήμασταν χώρια πέρασαν δύσκολα και είχαμε πολλά να κουβεντιάσουμε. Και ήταν σχεδόν βέβαιο πως δεν θα συμφωνούσαμε σε τίποτε. Όχι γιατί δεν θα θέλαμε αλλά γιατί όταν δυο άνθρωποι θέλουν να δώσουν μάχη μέχρι τελικής πτώσης για την κατάκτηση του άλλου, κάθε λογικό επιχείρημα είναι ένα ακόμα εμπόδιο που πρέπει να γκρεμιστεί. Πάση θυσία.
Για καλή μας τύχη, έτσι ένιωθε και ο Λάζαρος. (Το ‘καλή μας τύχη’ είναι ένα σχήμα λόγου βεβαίως: πόσο καλή μπορεί να είναι η τύχη δυο ανθρώπων που γεμίζουν την αποθήκη της ζωής τους με εκκρεμότητες?!) Σχεδόν σιωπηλά αποφασίσαμε πως δεν είχαμε τίποτε άλλο να πούμε πέρα από το πόσο πολύ αγαπιόμαστε. Τίποτε άλλο να κάνουμε εκτός από το να μένουμε αγκαλιά στο κρεβάτι ή να ψωνίζουμε για το σπίτι μου. Τίποτε άλλο αστείο πέρα από τις προσπάθειες μας να μαγειρέψουμε το αρνάκι που είχε φέρει ο Λάζαρος από την Ελλάδα. Προσπαθούσαμε να γυρίσουμε στην ξενοιασιά του πρώτου ταξιδιού του, στην ορμή των πρώτων ημερών. Είχε όμως περάσει ένας ολόκληρος χρόνος κι αυτό έστω κι αν ημερολογιακά δεν σημαίνει πολλά, στη κοινή ζωή δυό ανθρώπων μπορεί να ισοδυναμεί με … (συμπληρώστε εσείς). Εγώ δεν ένιωθα πια κοριτσάκι κι αυτό φαινόταν ακόμα κι από το πρόσωπο μου. Και το γέλιο μου που κοβόταν ώρες ώρες απότομα.
Μέσα σε αυτό το απροσδιόριστο κλίμα, ήρθε να προστεθεί κι ένα ανεξήγητο γεγονός. Ένα από μια σειρά ανεξήγητων που θα συναντούσαμε στη πορεία.
Το πρώτο πρωινό που ξυπνήσαμε μαζί, ανακαλύψαμε πως είχα ψείρες – και δυστυχώς όχι στο κεφάλι. Όχι δεν το είχα καταλάβει, όχι δεν τις είχα δει. Ποτέ δεν κατάλαβα. Όπως και ποτέ δεν κατάλαβα πως βρέθηκαν. Η πρώτη μου σκέψη ήταν εκείνος ο βιβλιοπώλης αλλά αμέσως τον απέκλεισα γιατί ποτέ δεν γδύθηκα όταν συναντηθήκαμε. Κι άλλωστε είχε περάσει τόσος καιρός από εκείνο το φριχτό πρωινό. Σκέφτηκα πως ίσως να οφείλονταν σε κάποιο εσώρουχο που είχα φορέσει από τις βαλίτσες της προηγούμενης χρονιάς. Αλλά ούτε την προηγούμενη χρονιά μου είχε συμβεί τέτοιο περιστατικό. Θα το δικαιολογούσα αν είχα επαφή με ανθρώπους βρώμικους αλλά το τελευταίο διάστημα η μόνη μου συντροφιά ήταν ο εαυτός μου και οι ταινίες από το κοντινό βίντεο κλαμπ. Φυσικά ο Λάζαρος δεν ήταν διατεθειμένος να πιστέψει τον προβληματισμό μου. Πόσο μάλλον όταν η φαρμακοποιός που επισκεφθήκαμε έβαλε την ταφόπλακα στην ενοχή μου: μεταδίδονται μόνο με σεξουαλική επαφή.
Το χειρότερο μέσα σε όλα αυτά ήταν πως όταν πετάξαμε τα σεντόνια και όλα τα εσώρουχα μου ήταν σα να πετάξαμε από τη ζωή μας κι αυτό το περιστατικό. Χωρίς να το εξηγήσουμε, χωρίς να το ερμηνεύσουμε, χωρίς να το λύσουμε το πετάξαμε στα σκουπίδια και συνεχίσαμε. Ο καθένας με το δικό του συμπέρασμα. Και άλλο ένα βάρος στη πλάτη μας. Άλλη μια σιωπή που μπήκε σαν μέση και τέλος μετά την αρχή μιας ιστορίας.
Περπατούσαμε χέρι χέρι στους δρόμους και ήταν ξεκάθαρο στο βλέμμα μας το ερωτηματικό. Πήγαμε εκδρομές, κάναμε έρωτα, ξαγρυπνήσαμε αλλά αυτό που έμπαινε σιγά σιγά ανάμεσα μας υποκρινόμαστε πως δεν το βλέπαμε. Και το αφήναμε να κερδίζει έδαφος.
Όταν έφυγε ο Λάζαρος έκρυψε ένα σημείωμα στα τετράδια μου που έγραφε «Πέρασα πραγματικά υπέροχα στο όμορφο σπιτάκι σου. Σε 10 μέρες στο Ελληνικό, αγάπη μου». Σε 10 μέρες πράγματι θα συναντιόμασταν στο Ελληνικό για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές. Αυτή ήταν μια αλήθεια. Το πρώτο μέρος του σημειώματος ήταν ένα καθησυχαστικό ψέμα. Τόσο σ’ εμένα, όσο και στον εαυτό του. Αλλά οι προσπάθειες μας για να κρατηθούμε σε αυτό που είχα μάθει να αγαπάμε είχαν ήδη αρχίσει να ξεπερνούν τα όρια μας.

Souzi's tunes: The first time ever I saw your face by Roberta Flack