Friday, April 28, 2006

Καλοκαιρινές διακοπές (δ)

Η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη. Οι φίλοι μου υποδέχτηκαν τον Λάζαρο απλά και φυσικά. Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς κρυφά γελάκια, χωρίς δεύτερη σκέψη. Είχαν ακούσει άλλωστε τόσα πολλά μέχρι εκείνη τη στιγμή, που πέρα από την περιέργεια που είχαν να γνωρίσουν αυτόν που μ’ έκανε ευτυχισμένη τα περιθώρια για άλλες αντιδράσεις ήταν, μάλλον, περιορισμένα. Δεν ονειροβατώ φυσικά. Καταλαβαίνω πως αρχικά ίσως τους ξένισε η εικόνα μας. Η διαφορά της ηλικίας μας δεν ήταν μικρή και , ο Λάζαρος τουλάχιστον λόγω ωριμότητας και πείρας, μπορούσε να αντιληφθεί την εντύπωση που δίναμε σε τρίτους. Εγώ από την άλλη το αντιλαμβανόμουν σε ρομαντικότερο επίπεδο: μόνο σε σχέση με την εικόνα που δημιουργούν δυο οποιοιδήποτε ερωτευμένοι στους γύρω τους. Οι πραγματικά ερωτευμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να κρυφτούν. Όχι γιατί δεν έχουν πεποίθηση στην απάτη ή δεν ξέρουν τους κανόνες του κρυφτού. Απλά, γιατί όποιες και αν είναι οι συνθήκες της ζωής τους κατά βάθος δεν νιώθουν καμία ενοχή γι’ αυτό που ζουν και για τον άνθρωπο που διάλεξαν στο πλευρό τους. Γι’ αυτό και κάποια στιγμή θα κοιταχτούν βαθιά και αχόρταγα. Κάποια στιγμή, ανεξήγητα ίσως, θα φουσκώσουν από καμάρι για κάτι που είπε ο αγαπημένος τους αλλά όλοι οι υπόλοιποι προσπέρασαν. Κάποια στιγμή, αν προσέξεις καλά, το άγγιγμα τους θα είναι λιγότερο τυχαίο και περισσότερο απαλό. Είναι εκείνες οι μεγαλειώδεις στιγμές που ο μόνος στόχος μας είναι να μπούμε στο κάστρο. Και η τάφρος με τους κροκοδείλους, λεπτομέρεια.
Το κρυφτό στο σπίτι συνεχιζόταν. Μείναμε μερικές μέρες χωρίς οι παππούδες να καταλάβουν το παραμικρό. Υπήρξαν φυσικά στιγμές που φτάσαμε μια ανάσα από τη μεγάλη αποκάλυψη αλλά το δεχόμασταν στα πλαίσια της τρέλλας. Ένα πρωί για παράδειγμα, είχα ξεχάσει να κλειδώσω την εξώπορτα και πρόλαβα τη γιαγιά δύο σκαλοπάτια πριν το δωμάτιο μου κρατώντας ένα δίσκο με πρωινό. Το απίθανο ήταν πως ακόμα και μετά από αυτό ο Λάζαρος δεν πτοήθηκε. Απλά με εμπιστευόταν όταν του έλεγα πως γνώριζα το πρόγραμμα των παππούδων και πως οι ηλικιωμένοι παρεκκλίνουν από τη ρουτίνα τους σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις. Ευτυχώς, είχα δίκιο. Εκείνες τις μέρες άλλωστε, ήταν απόλυτα παραδομένος στον εφηβικό του έρωτα και δεν υπολόγιζε τίποτε. Και είναι παράδοξο πως τελικά γλιτώσαμε. Στον έρωτα πρέπει πάντα ο ένας να είναι ο γενναίος και ο άλλος ο σοφός. Εκείνο τον καιρό ήμασταν και οι δυο γενναίοι προκαλώντας τη τύχη μας.
Ήταν το καλοκαίρι που είδα για πρώτη φορά τον Λάζαρο να γίνεται 17 χρονών. Να παίζει, να γελάει, να τραγουδάει, να πηγαίνει στο θερινό σινεμά για να κάνει πλάκα και όχι για να παρακολουθήσει τη ταινία. Να μυρίζει γιασεμιά, να ηρεμεί, να περπατάει στα σοκάκια με τα χέρια ψηλά λες και ήθελε να φτάσει ξανά στον ουρανό. Τον έβλεπα να παρακολουθεί τους κώδικες τις παρέας, να απορροφά λεπτομέρειες για πρόσωπα που δεν γνώριζε και να τις συνδυάζει με ιστορίες που είχε ακούσει δυο μέρες νωρίτερα. Ζούσε μια άλλη ζωή και έπρεπε να την ρουφήξει πάση θυσία, λες και θα τέλειωνε. Οι φίλοι μου έδειχναν να τον συμπαθούν. Τον φώναζαν «Λαζ» και του μιλούσαν όπως μιλούσαμε μεταξύ μας: με ενδιαφέρον, τρυφερότητα και αυθάδεια. Ένιωθα μεγάλη ευγνωμοσύνη. Όταν μάλιστα σκέφτομαι πως έκαναν προσπάθεια γι’ αυτή τους την αποδοχή, το αίσθημα αυτό πολλαπλασιάζεται.
Στο δρόμο της επιστροφής από την εξοχή το αυτοκίνητο μας διασταυρώθηκε μ’ αυτό των γονιών μου. Οι μέρες μας στο χωριό είχαν τελειώσει χωρίς απώλειες.

Το καλοκαίρι μας όμως δεν τελείωσε σε αυτές τις λίγες παράνομες μέρες στην εξοχή. Οι γονείς μου εκείνη τη χρονιά είχαν αγοράσει ένα διαμέρισμα κοντά στο πατρικό μου με σκοπό να μείνει εκεί η γιαγιά μου. Οι γονείς είχαν περάσει το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού στην Αθήνα ανακαινίζοντας το. Όταν επέστρεψα από τις διακοπές, το διαμέρισμα ήταν φρέσκο, καθαρό και … άδειο. Το ίδιο βράδυ ‘μετακομίσαμε’ εκεί με τον Λάζαρο. Τέλη Αυγούστου ήταν. Θα μέναμε εκεί μόνοι μας για τουλάχιστον ένα μήνα.
Ξαναμπήκαμε στη ρουτίνα του Φλεβάρη: μάθαμε να χωράμε σ’ ένα μονό κρεβάτι και να περισσεύει χώρος για μια αγκαλιά παραπάνω. Ξυπνούσαμε το πρωί αποφασισμένοι να ευχαριστηθούμε την κάθε στιγμή που θα περνούσαμε μαζί γιατί ξέραμε πως τέτοιες ευκαιρίες δεν θα είχαμε πολλές. Σε λίγο καιρό θα ξαναέφευγα για την Αγγλία αλλά, για την ώρα ήταν κάτι που δεν συζητούσαμε. Αντιθέτως, φερόμασταν σα να είχαμε όλο τον χρόνο μπροστά μας. Περάσαμε χιλιάδες ώρες διαλέγοντας ηλεκτρικές συσκευές για το σπίτι του Λάζαρου, κρατώντας σημειώσεις για την κάθε συσκευή ξεχωριστά και κοιτάζοντας φωτογραφίες από ψυγεία, κουζίνες, πλυντήρια κλπ. Περνούσαμε μεσημέρια κι απογεύματα προσπαθώντας ν’ ανακαλύψουμε ποιος από τους δυο ταίριαζε καλύτερα αυτά που είχαμε δει στον χώρο που θα ζούσαμε. Φαντάζομαι πως έτσι κάνουν τα ζευγάρια που ετοιμάζονται να παντρευτούν. Μόνο που εμείς δεν συζητούσαμε πια κάτι τέτοιο. Όχι γιατί πάψαμε να το θέλουμε. Μάλλον γιατί εκείνη τη στιγμή αν ζητούσαμε κάτι παραπάνω από αυτό που είχαμε ίσως και να χάναμε τα πάντα. Παρ’ όλο που τυφλοί και οι δύο πάσχαμε από αδιαβάθμητη αναπηρία ως προς την εκτίμηση της ζωής μας, το ένστικτο μας απέτρεπε από αδιέξοδες συζητήσεις και απαιτήσεις. Για την ακρίβεια, η ανάγκη για κάτι παραπάνω είχε σχεδόν χειρουργικά αποκοπεί. Κατά τη γνώμη μου, είναι σωτήριο όταν αυτό συμβαίνει κάποιες φορές.
Θυμάμαι ένα Σαββατόβραδο που συζητούσαμε ως αργά σχέδια για το σπίτι του Λάζαρου. Κάποια στιγμή νιώσαμε και οι δυο την ανάγκη να βγούμε από το σπίτι. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε μέχρι την Ομόνοια για εφημερίδες. Και μετά πάλι πίσω. Ο δρόμος άνετος και στο ραδιόφωνο έπαιζε ένα τραγούδι της Αφροδίτης Μάνου. Στην Πειραιώς να ακούμε το «… εμείς οι δυο σ’ αυτή την πόλη, που φύγαν όλοι». Σε όλη τη διαδρομή δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Μόνο ένα φιλί στο φανάρι έξω από τον ‘9,84’ στο Γκάζι. Όταν γυρίσαμε σπίτι συμφωνήσαμε πως ήταν ίσως η ωραιότερη βόλτα που είχαμε κάνει.
Εκείνο το βράδυ θα το θυμόμαστε για πάντα. Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι που δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Για ακόμη μια φορά.

Tuesday, April 11, 2006

Καλοκαιρινές διακοπές (γ)

Στις αρχές του Αυγούστου, οι κοινές καλοκαιρινές μας διακοπές συνοψίζονταν σε μιάμιση μέρα στην Αγία Άννα της Εύβοιας. Αυτό ήταν κάτι που δεν μ’ ενοχλούσε ιδιαίτερα. Εξάλλου με τον Λάζαρο είχαμε γίνει βετεράνοι στο να μετατρέπουμε το κέντρο της Αθήνας σε ιδανικό προορισμό διακοπών: είχε τύχει αρκετές φορές να περάσουμε τα Σαββατοκύριακα μας σε κάποιο ξενοδοχείο της πόλης. Δεν φεύγαμε για ευνόητους, φυσικά, λόγους: την περίπτωση που η Τζέσικα χρειαζόταν κάτι – να συναντηθούν, να βγουν, να τη συνοδέψει κάπου κλπ. Εκτός από ενοχλητικά τηλεφωνήματα της μέσα στη νύχτα δεν επενέβη στα Σαββατοκύριακα μας με άλλο τρόπο. Αλλά το ρητό του Λάζαρου πάντα ήταν «ο φόβος φυλάει τα έρημα». Έστω κι αν το ψιθύριζε στον ίδιο του τον εαυτό μόνο.
Όταν λοιπόν μου ανακοίνωσε ο Λάζαρος πως οι μόνες διακοπές που θα έκανε εντός των τειχών, θα ήταν με τη Τζέσικα και την παρέα της απογοητεύτηκα. Για να πω την αλήθεια, περισσότερο ζήλεψα. Γιατί για άλλη μια φορά αισθανόμουν πως μου στερούσαν κάτι που σε ό λ α τα υπόλοιπα ζευγάρια ήταν φυσιολογικό και δεδομένο. Όμως, μέσα σε 8 μήνες είχα ήδη κάνει τις ίδιες σκέψεις άλλες 2 φορές. Ήταν κατακαλόκαιρο, ο κόσμος ήταν στις παραλίες κι απολάμβανε τον ήλιο και το νερό κι εγώ δεν είχα ούτε τη δύναμη, ούτε τη διάθεση για νέο γύρο θλίψης και στεναχώριας. Κράτησα το παράπονο για τον εαυτό μου και δεν μίλησα σε κανέναν. Άρχισα να σκέφτομαι τα θετικά: θα περνούσα μερικές ξένοιαστες μέρες στο εξοχικό με τους παππούδες και όλους μου τους φίλους. Χωρίς να κρύβομαι και να καρδιοχτυπώ για το αν μας είδε κάποιος που δεν έπρεπε. Σκεφτόμουν θετικά: μπάνια, ξενύχτια, μπιρίμπες, σινεμά. Αλλά όσα ψέματα κι αν έλεγα στον εαυτό μου, η αλήθεια δεν αργούσε να με συνεφέρει – έστω και για λίγο: η ζωή μου πλέον είχε αλλάξει και είχα επιτρέψει την πρόσβαση του Λάζαρου σε κάθε έκφανση, στιγμή ή εποχή της. Η απουσία του μου φαινόταν παράλογη όχι τόσο για την αιτία αλλά, κυρίως επειδή πλέον είχα φτάσει στο σημείο που χωρίς εκείνον δεν έβρισκα το ίδιο νόημα στη ζωή. Όχι όπως πριν χωρίς αυτόν αλλά ούτε και όπως μαζί με αυτόν. Είναι αυτό το οριακό σημείο που πιθανότατα αναγνωρίσεις πως η σχέση σου παίρνει έναν αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα και αρχίζει να διαβρώνει όλη σου τη ζωή. Ήταν όμως πολύ νωρίς και τον Λάζαρο τον αγαπούσα πάρα πολύ για να περιορίσω την φόρα με την οποία ρήμαζε ό, τι είχα ζήσει μέχρι τότε. Άλλωστε την αυτονομία μας την ανακαλύπτουμε συνήθως όταν είμαστε μόνοι μας. Συνήθως.
Οι μέρες που θα ήμασταν χωριστά ήταν λίγες – μόλις πέντε. Όσο και αν περνούσα καλά, μου έλειπε. Τον ήθελα εκεί μαζί μου σε κάθε στιγμή, σε κάθε τρέλα, σε κάθε ανόητο παιχνίδι που σκαρώναμε με τους φίλους μου. Και εκείνος το καταλάβαινε. Καταλάβαινε πως ζήλευα και στενοχωριόμουν και μου έλεγε πως περνούσε χάλια. Δεν το πίστευα αλλά εκτιμούσα την προσπάθεια που έκανε για να νιώσω καλύτερα. Πίστευα πως του έλειπα κι εκείνου. Και το πίστεψα ακόμα περισσότερο όταν, το βράδυ που επέστρεφε από τις διακοπές του αντί να γυρίσει στο σπίτι του ήρθε και με βρήκε. Μετά από πολλές ώρες ταξίδι οδήγησε άλλες 3 για να έρθει. Όπως πάντα παράνομα. Αυτή τη φορά όμως δεν υπολόγιζε ούτε τη Τζέσικα, ούτε τους παππούδες μου που ζούσαν στο διπλανό σπίτι, ούτε τίποτε.
Ήρθε νύχτα στο σπίτι. Κρυφά. Όπως ακριβώς το είχε σκάσει από την Αθήνα και τους περιορισμούς της Τζέσικας. Όσο περίμενα να διακρίνω τα φώτα του αυτοκινήτου μέσα στη νύχτα δεν κρατήθηκα και σκέφτηκα –για μια ακόμα φορά- πως ίσως σιγά σιγά να άλλαζαν τα πράγματα.

Monday, April 10, 2006

Καλοκαιρινές διακοπές ( Β)

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν γεμάτο όμορφες στιγμές. Για την ακρίβεια, ζούσαμε τόσο καλά με τον Λάζαρο που δεν μπορώ να ξεχωρίσω συγκεκριμένες στιγμές ή ώρες. Τα πρωινά στη δουλειά ή στο σπίτι για δουλειές, το απόγευμα φαγητό, τα βράδια βόλτες. Είχαν περάσει πάνω από 8 μήνες που ήμασταν μαζί και εξακολουθούσαν να είναι λίγοι αυτοί που γνώριζαν για τη σχέση μας. Ακόμα όμως και μετά από τόσους μήνες εξακολουθούσαμε να μην έχουμε ανάγκη τη συντροφιά άλλων. Η καλύτερη παρέα ήταν ο ένας για τον άλλον.
Πολλές φορές βέβαια σκεφτόμουν μήπως αυτός ο τρόπος ζωής είχε μετατρέψει το αίσθημα σε εμμονή ή ακόμα και ψύχωση. Σ’ έναν βαθμό ίσως και να ήταν αλήθεια αυτό. Με τον Λάζαρο ζούσαμε ακόμα όπως τις πρώτες μας μέρες: θέλαμε μόνο να είμαστε μαζί. Φυσικά και υπήρχαν στιγμές που σκεφτόμασταν πως θέλαμε να δούμε φίλους και να διασκεδάσουμε ως το πρωί. Ειδικά εγώ που ώρες ώρες, η απομόνωση στην οικοδομή της εξοχής μου φαινόταν αδιανόητη για την ηλικία μου. Όμως, ειλικρινά ήταν λίγες αυτές οι στιγμές – και συνήθως μετά από συζητήσεις με φίλες που μεταβαλλόμουν σε έρμαιο των απόψεων τους. Το θέμα με τον Λάζαρο ήταν πως ήμασταν δυο άνθρωποι που απολάμβαναν, τόσο εγώ όσο κι εκείνος, τη μοναχικότητα μας, την παρέα με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ποτέ δεν πλήτταμε μόνοι μας, ποτέ δεν βαριόμασταν. Έτσι όταν βρεθήκαμε ήδη ξέραμε πώς μοιράζονται οι σιωπές, οι μοναχικές στιγμές, τα φλύαρα απογεύματα και όλα τα συναφή. Αυτή η ασφάλεια του να κάνεις ό, τι θέλεις και να φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό στον άλλον μας είχε κρατήσει μακριά από τον κόσμο για αρκετό καιρό. Από την άλλη όμως, συνήθως η ανάγκη για συντροφιά τροφοδοτείται και από τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα που δημιουργεί το κάθε ζευγάρι…κάποιες φορές. Εμείς περνούσαμε υπέροχα. Δεν μαλώναμε, δεν εκνευριζόμασταν, δεν θυμώναμε, δεν δίναμε σημασία σε μικροπράγματα που θα μπορούσαν να μας χαλάσουν το κέφι. Αν και …
Ένα πρωινό, Σάββατο 1η Ιουλίου συγκεκριμένα, συναντηθήκαμε γεμάτοι χαρά για να πάμε στο σπίτι. Ο Λάζαρος κάπνιζε στο αυτοκίνητο με ανοιχτό τον κλιματισμό και κλειστά τα παράθυρα και του ζήτησα να ανοίξει τα παράθυρα γιατί θα μας κοβόταν η ανάσα. Ο Λάζαρος έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Πώς βρέθηκε ξαφνικά με μια σακούλα νεροπίστολα στο κεφάλι, πώς σταματήσαμε στη μέση της Αχαρνών και ουρλιάζαμε, πώς τον κλότσησα, πώς έλεγε ότι αν μπω στο αυτοκίνητο θα φώναζε την αστυνομία δεν κατάλαβα ποτέ. Με παράτησε σύξυλη στη λεωφόρο. Πήρα ένα ταξί και πήγα στο σπίτι…μας. Περίμενα κάτω από τον ήλιο, με τον φόβο πως ίσως να είχε αλλάξει γνώμη και να μην ερχόταν. Ευτυχώς ήρθε προτού πάθω θερμοπληξία. Δεν μιλήσαμε καθόλου – δεν του έκανε και ιδιαίτερη εντύπωση που με βρήκε έξω από τη πόρτα αγκαλιά με τα νεροπίστολα, τουλάχιστον έτσι έδειξε γιατί θα μπορούσα να ορκιστώ πως τον είδα να του ξεφεύγει ένα χαμόγελο όπως ανέβαινε τον δρόμο και συνειδητοποίησε πως τον περίμενα. Εκείνη την ημέρα, δεν μιλήσαμε μέχρι αργά το απόγευμα. Οι μόνες στιγμές που μου απηύθυνε τον λόγο ήταν για εντολές του τύπου «φέρε μου την τανάλια/πιάσε το σβουράκι/ μη κυνηγάς τις μέλισσες, θα σε τσιμπήσουν» και διάφορα τέτοια. Όταν τελειώσαμε τις δουλειές με πήρε αγκαλιά, μου έδωσε κάτι cds κι ένα γαλάζιο filofax που είχε κινηματογραφικά πόστερ στους σελιδοδείκτες του και, μου είπε να μην ξαναχτυπήσω τόσο δυνατά τη πόρτα της Λαμέ – έτσι είχαμε βαφτίσει το αυτοκίνητο. Case closed.
Αυτό τον καυγά θυμάμαι. Δεν χρειάστηκε να διαφωνήσουμε για κάτι άλλο. Ούτε καν για τη Τζέσικα όταν κάποια στιγμή αρρώστησε και μας χάλασε μια εκδρομή – από τις ελάχιστες που είχαμε κανονίσει. Δεν είχε εξάλλου νόημα κι εγώ θα ήμουν φριχτή σκύλα αν δημιουργούσα θέμα. Κάποιες στιγμές είχα ακούσει (κρυφακούσει είναι βέβαια το σωστό ρήμα) τον Λάζαρο να κανονίζει κάτι που τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά ακουγόταν σαν διακοπές μαζί με τη Τζέσικα. Θεώρησα όμως πως θα ήταν προτιμότερο να αφήσω τον ίδιο να μου μιλήσει όταν θα αποφάσιζε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή – ήλπιζα πως αυτή η στιγμή δεν θα ήταν το πρωινό που θα έπαιρναν το πλοίο για κάποιο νησί. Η ιδέα των χωριστών διακοπών το πρώτο κιόλας καλοκαίρι που ήμασταν μαζί με το Λάζαρο με στεναχωρούσε ιδιαίτερα αλλά, μετά το παράδειγμα των Χριστουγέννων και του Πάσχα ήμουν προετοιμασμένη ακόμα και γι’ αυτό. Δεν το ευχόμουν αλλά το περίμενα. Και συνήθως ό, τι φοβάσαι ή περιμένεις σου συμβαίνει.
Μετά ήρθε ο Δεκαπενταύγουστος, οι επεισοδιακές διακοπές, η μετακόμιση του Λάζαρου στο σπίτι μου και πέρασε το καλοκαιράκι. Α, και ο βιβλιοπώλης. Αυτόν δεν πρέπει να τον ξεχνάω.