Thursday, June 08, 2006

The closest thing to crazy

Ένα βράδυ πήγα μόνη μου σινεμά για να δω «Το κελί» με τη Τζένιφερ Λόπεζ. Η ταινία τελείωσε γύρω στις 11. Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο, κοντά στο πάρκινγκ μια παρέα νεαρών στην ηλικία μου περίπου έπινε και γέλαγε δυνατά. Περνώντας από εκεί ένας από αυτούς άρχισε να σφυρίζει και να μου μιλάει, στην αρχή με μεθυσμένο χιούμορ στη συνέχεια χυδαία. Στην αρχή μόνος του, στη συνέχεια μαζί με τους φίλους του. Συνέχισα να περπατώ χωρίς να απαντώ αλλά πριν φτάσω στη διάβαση, έτρεξαν και με πρόλαβαν. Ήταν τέσσερα μεθυσμένα αγγλόπουλα με ανάσα αφόρητη από τη μπύρα. Με φριχτά γκέτο χρυσά κοσμήματα και φαρδυά ρούχα. Πριν προλάβω να τους αποφύγω, τα βρωμερά χνώτα τους με είχαν τυλίξει σαν πηχτή ομίχλη και το χέρι του ενός έπιανε άγαρμπα τον γοφό μου. Του έδωσα ένα δυνατό χαστούκι αλλά, το δικό του ήταν δυνατότερο και μέσα σε δευτερόλεπτα ένιωσα το αίμα να τρέχει ζεστό από τα ρουθούνια μου. Σήκωνα με δύναμη τα χέρια και τα πόδια μου χωρίς να βλέπω ελπίζοντας πως κάποιον θα χτυπήσω μέσα στον πανικό και τον φόβο μου όμως αισθανόμουν την ίδια στιγμή ξένα χέρια να προσγειώνονται στο πρόσωπο και στο σώμα μου.
Ξαφνικά όλα σταμάτησαν και οι τέσσερις φίλοι το έβαλαν στα πόδια. Με κλειστά μάτια άκουγα τα βήματα τους να απομακρύνονται και άλλα, λιγότερα αυτή τη φορά, να πλησιάζουν. Ευτυχώς το εμπορικό κέντρο που στεγαζόταν ο κινηματογράφος, και μαζί με αυτό και οι εξωτερικοί χώροι, φυλασσόταν. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας στο St. Mary’s Hospital και στο αστυνομικό τμήμα. Γύρισα σπίτι τα ξημερώματα, απενεργοποίησα το τηλέφωνο και κοιμήθηκα με σχεδόν παραμορφωμένο πρόσωπο.
Εκείνο το διάστημα η Τζέσικα προετοίμαζε την έκδοση ενός βιβλίου της. Θα κυκλοφορούσε λίγο πριν τα Χριστούγεννα και ο Λάζαρος είχε αναλάβει την καλλιτεχνική επιμέλεια και το ‘στήσιμο’ όλου του βιβλίου. Ώρες ατελείωτες στο γραφείο, στο ατελιέ, μπροστά από έναν υπολογιστή οργανώνοντας εικόνες, λέξεις και γραμματοσειρές. Συνεχείς συναντήσεις με τους εκδότες και τη Τζέσικα, ξενύχτια και χρόνος ελάχιστος ακόμα και για τον ύπνο. Μιλούσαμε ελάχιστα στο τηλέφωνο και τις περισσότερες φορές ήταν τόσο κουρασμένος που αποκοιμόταν. Μου είχε υποσχεθεί πως στο τέλος του Οκτώβρη θα ερχόταν να με δει. Είχε μπει ο Νοέμβρης και οι ημερομηνίες αναβάλλονταν συνεχώς. Η μιζέρια και η μοναξιά γέμιζαν τις μέρες μου. Και η ζήλεια. Μεγάλη ζήλεια. Όχι γιατί θα μπορούσε να συμβεί κάτι ερωτικό ανάμεσα στον Λάζαρο και τη Τζέσικα λόγω της καθημερινής τους επαφής. Τρελαινόμουν όμως στην ιδέα πως δημιουργούσαν κάτι από κοινού και ήξερα πως μια τέτοια μοιρασιά είναι ένας δεσμός που δεν μπορείς εύκολα να σπάσεις – και μαζί με αυτόν και όλες τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την ανάθεση μιας τέτοιας δουλειάς. Ξαφνικά συνειδητοποιούσα πως στη σχέση τους υπήρχε κι ένα ακόμα επίπεδο που δεν είχα αναγνωρίσει: είχαν κι επαγγελματικές σχέσεις. Ίσως να ακούγεται λίγο ή ανούσιο αλλά είναι ένας πολύ σφιχτός δεσμός ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Όταν σε μια σχέση δημιουργηθεί επαγγελματική εξάρτηση τότε, έστω και άθελα μας, κάνουμε την ανιδιοτέλεια δόλωμα και την ευγνωμοσύνη αγκίστρι. Είναι γνωστό όμως πως ο έρωτας είναι ένα απόλυτα εγωιστικό συναίσθημα. Και εξαιρετικά παρανοϊκό.
Έτσι κι εγώ σκαρφίστηκα αυτή την ιστορία του ξυλοδαρμού. Είχα σκοπό να υπενθυμίσω – έστω και με αυτό τον ακραίο τρόπο- στον Λάζαρο πως ήμουν εκεί. Και πως ζούσα για εκείνον. Η αλήθεια ήταν πως εκείνο το βράδυ είχα γυρίσει στο σπίτι αμέσως μετά την ταινία και χαμήλωσα την ένταση των τηλεφώνων. Ο Λάζαρος καλούσε ως αργά και από νωρίς το επόμενο πρωί. Όταν τελικά του απάντησα στο τηλέφωνο ή χροιά της φωνής του ήταν φανερά εκνευρισμένη, μ’ ένα καλά κρυμμένο σημάδι ανησυχίας. Αρχικά δεν πίστεψε την ιστορία. Ήξερε άλλωστε πως εγώ δεν έμπλεκα σε καυγάδες αλλά ούτε και τους προκαλούσα. Δεν με πίστευε. Για να είμαι ακριβής, δεν ήθελε να με πιστέψει. Και μου ζήτησε να του στείλω φωτογραφίες. Αν με είχαν πράγματι χτυπήσει τότε οι φωτογραφίες θα επιβεβαίωναν περίτρανα τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Αν όχι θα σήμαινε για κάποιο λόγο του έλεγα ψέματα.
Σ’ εκείνο το σημείο, η ιστορία πήρε μια πολύ σουρεαλιστική τροπή.
Πήγα σ’ ένα κατάστημα με αποκριάτικα κι αγόρασα πλαστικές ουλές, τσιρότα και μπογιές μακιγιάζ. Μπήκα στη τουαλέτα ενός εμπορικού κέντρου και μπροστά στα μάτια άλλων γυναικών που έμπαιναν κι έβγαιναν, βάφτηκα. Βάφτηκα πολύ. Η αλήθεια είναι πως έμοιαζα περισσότερο να με έχει χτυπήσει το τρένο των 8 και τέταρτο παρά μεθυσμένοι φοιτητές. Το βάψιμο και το μακιγιάζ φαινόταν υπερβολικό αλλά η όλη ιστορία είχε ξεφύγει από τα πλαίσια της λογικής. Όταν εμφάνισα τις φωτογραφίες ήμουν πολύ περήφανη για το αποτέλεσμα. Για τον εαυτό μου δεν ήμουν ιδιαίτερα περήφανη γιατί καταλάβαινα πως το μυαλό μου πλέον έπαιρνε λάθος στροφές.
Το ίδιο σχεδόν είπε και ο Λάζαρος όταν μετά από δυο μέρες έλαβε τις φωτογραφίες. Παρότι διατηρούσε μια μικρή επιφύλαξη, δεν πίστεψε ούτε την ιστορία, ούτε τις φωτογραφίες. Εγώ δεν άργησα πολύ να παραδεχτώ πως πράγματι όλο αυτό το θέατρο ήταν ένας τρόπος για να κεντρίσω το ενδιαφέρον του. Λίγο παράξενος, λίγο ασυνήθιστος ωστόσο ο Λάζαρος κατάφερε μέσα σε αυτή τη παράνοια να διακρίνει το έντονο χρώμα της απόγνωσης μου. Και με τον καιρό θυμόμασταν αυτή την ιστορία και γελούσαμε. Ο χρόνος την μετέτρεψε από αρρωστημένη κωμωδία σε τρυφερή κομεντί και τη κακόγουστη φάρσα σε τρυφερό ψέμα.

Tuesday, June 06, 2006

Coming home now

Δυστυχώς για λόγους προσωπικούς και συνθήκες που αφορούσαν άμεσα την ιστορία δεν μπόρεσα τον τελευταίο μήνα να προσθέσω κανένα κείμενο. Δεν σας κρύβω πως κάποιες στιγμές θέλησα να σβήσω το μπλόγκ αυτό σα να μην υπήρξε ποτέ αλλά πλέον έχω μάθει πως η προσπάθεια να διαγράψεις το παρελθόν είναι η μεγαλύτερη χίμαιρα.
Τα γιατί θα τα εξηγήσω στη πορεία, όταν έλθει η ώρα. Προς το παρόν, μέχρι την Πέμπτη το βραδάκι η ιστορία θα συνεχιστεί. Ελπίζω να επανέλθουν οι φυσιολογικοί και ταχύτεροι ρυθμοί στο μπλόγκ. Δεν σας δίνω υποσχέσεις γιατί ήδη δεν τις κράτησα δυο φορές.
Δεν υπάρχουν λόγια για να σας ευχαριστήσω. Εσείς ξέρετε γιατί.