Tuesday, March 28, 2006

Kαλοκαιρινές μέρες (α)

Ο Λάζαρος δεν έμαθε ποτέ αυτό που ήθελα να του πω εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο. Δεν υπήρχε άλλωστε λόγος: η στιγμή είχε περάσει και οι αμφιβολίες καλό είναι να μένουν κρυφές όταν χάνουν το νόημα τους.
Από εκείνη την ημέρα και για πολύ καιρό μετά υπήρξε μόνον ηρεμία. Έφυγα για τελευταία φορά για την Αγγλία. Ήταν η περίοδος των εξετάσεων. Γενικά εκείνη τη χρονιά δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα από το πανεπιστήμιο: πως διάβασα, πότε ξυπνούσα τα πρωινά για να πάω στα μαθήματα, πώς συγκεντρωνόμουν την ώρα που μας έδιναν τα θέματα και απαντούσα, είναι ένα μεγάλο μυστήριο! Το ακόμη μεγαλύτερο είναι πως περνούσα τα μαθήματα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Μαζί με αυτά είχα να τακτοποιήσω και το θέμα της μετακόμισης. Μετά από δυο χρόνια συγκατοίκησης, το ντουέτο της London Road χώριζε και θα ακολουθούσαμε τους διαφορετικούς μας δρόμους. Θυμάμαι την τελευταία μας μέρα να κλαίμε και αν είμαστε αγκαλιασμένες ανάμεσα σε κούτες και αντικείμενα. Σαν τα ζευγάρια που χώριζαν και μοίραζαν τα πράγματα και τις αναμνήσεις τους. Δυο χρόνια που σ’ εμένα έλειψαν πολύ μετά. Γιατί ό,τι και αν συμβαίνει ανάμεσα στους φίλους, όσο και αν ψυχραίνονται κάποιες ώρες, τίποτε δεν μπορεί να ξεθωριάσει τα ξενύχτια τους και να λύσει τους κόμπους που με τόση δυσκολία έδεσαν την οικογένεια που έστησαν σε μια ξένη χώρα. Οι άνθρωποι πάντα θα μαλώνουν, πάντα θα απομακρύνονται αλλά δύσκολα θα ξεχνάνε. Και οι αναμνήσεις είναι ένας δεσμός παντοτινός.
Γύρισα οριστικά στην Ελλάδα για σχεδόν 4 μήνες. Χωρίς διαβατήριο και χωρίς να σκέφτομαι πως θα πρέπει να μετράω με άγχος τις ημέρες με τον Λάζαρο. Σκεφτόμουν πως μπροστά μου είχα πολύ χρόνο για καλοκαίρι, για στιγμές, για ήλιο και διακοπές μαζί του.
Το θέμα μας εκείνο το καλοκαίρι ήταν το σπίτι που έχτιζε. Πολύ πιο σύντομα και πολύ ευκολότερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς έγινε το σπίτι που χτίζαμε. Ξεκίνησα πάλι δουλειά στο γραφείο του Λάζαρου αλλά η αλήθεια είναι πως πήγαινα περίπου 2 με 3 φορές την εβδομάδα. Χρησιμοποιούσαμε τη δουλειά περισσότερο σαν πρόσχημα για να βλεπόμαστε σε καθημερινή βάση και να πηγαίνουμε στο σπίτι. Πολύ σύντομα έγινα η βοηθός του Λάζαρου σε όλες τις δουλειές. Φτιάχναμε τα ντουλάπια, βάφαμε, τρίβαμε πατώματα, σκάβαμε τον κήπο, μεταφέραμε μπάζα. Ο Λάζαρος, όπως σας έχω ξαναπεί, ήθελε κυριολεκτικά να φτιάξει το σπίτι με τα δυό του χέρια. Κι έγω ακολουθούσα. Ίδρωνα, αγκομαχούσα, πολύ συχνά βαριόμουν και ήθελα να πάω να βρω τους φίλους μου στη παραλία αλλά μέρα με την ημέρα έβλεπα αλλαγές στο σπίτι. Μικρές, πολύ μικρές αλλαγές. Κι εκεί που χτες δεν υπήρχε τίποτε, σήμερα είχε αρχίσει να φαίνεται κάτι. Με πολύ κούραση και πιασμένους μυς άρχισα να μοιράζομαι και ουσιαστικά πλέον το όνειρο του Λάζαρου. Άρχισα να διακοσμώ με τη φαντασία μου το σπίτι. Να μας σκέφτομαι να ζούμε εκεί, να περνάμε τη ζωή, τις μέρες και τις εποχές μας εκεί. Άρχισα να φαντάζομαι τα απογεύματα που θα επιστρέφαμε από τη δουλειά, τις Κυριακές που θα μας επισκέπτονταν φίλοι, τις γιορτές και τις ώρες της γαλήνης. Όσο και αν αρνείσαι να φτιάξεις τέτοιες εικόνες στο μυαλό σου, όσο και λες πως είναι κάπως άσκοπο να βλέπεις τόσο ‘μετά’ στη ζωή σου και κυρίως να δένεις το μέλλον σου με το μέλλον ενός ανθρώπου που σας χωρίζουν πολλά, μου ήταν αδύνατο να μην ονειρεύομαι. Μου ήταν αδύνατο να μην παρασύρομαι από τον Λάζαρο που μου έδειχνε που θα φτιάχν-αμε τι. Και καταλάβαινα από τον τόνο τις φωνής του πως αυτό ήθελε. Και δεν φαινόταν καθόλου μπερδεμένος: είχε αρχίσει να χτίζει το σπίτι των ονείρων του και ξαφνικά βρέθηκε να χτίζει ένα σπίτι με γνώμονα αυτό που ζούσαμε. Βρέθηκε να κουβεντιάζει με μια κοπέλα που ήξερε μόλις λίγους μήνες τη μοιρασιά στα τετραγωνικά που έβλεπε κάθε νύχτα για χρόνια στον ύπνο του. Να μου τηλεφωνεί αργά τη νύχτα για να με ρωτήσει αν θα μου άρεσε να αλλάζαμε θέση στη διαρρύθμιση ή πως θα μου φαινόταν αν δίν-αμε το τάδε σχήμα στον κήπο. Η εξήγηση σε όλο αυτό ήταν απλή: ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος που έδειχνε τον ίδιο ενθουσιασμό με τον Λάζαρο για εκείνο το σπίτι. Η οικογένεια του αδιαφορούσε πλήρως και το είχαν επισκεφτεί μόνο μια φορά, όταν ήταν ακόμα οικόπεδο. Η δε Τζέσικα , τη μια και μοναδική φορά που είχε πάει έμεινε στο αυτοκίνητο και όταν επέστρεψε ο Λάζαρος του είπε πως καλύτερα θα έκανε να το πούλαγε πριν πέσει η αξία της περιοχής.
Έτσι στο πρόσωπο μου ο Λάζαρος βρήκε κάποιον να μοιραστεί το όνειρο του. Και όχι μόνο αυτό αλλά βρήκε κάποιον που ό,τι οι άλλοι έβρισκαν περιττό και ανούσιο εγώ το έβλεπα μαγικό και πολύτιμο. Και αυτό για εκείνον έκανε όλη τη διαφορά του κόσμου. Για τον Λάζαρο ήταν μοναδικό πώς ξεχώριζα από χιλιόμετρα μακριά το σπίτι του στη πλαγιά. Για ‘μένα, ήταν εύκολο να διακρίνω το σπίτι μου.
Πριν τελειώσει ο Ιούνης, είχαμε κάνει ελάχιστα μπάνια στη θάλασσα αλλά, τα μαγιό μας ήταν κρεμασμένα στην αποθήκη του σπιτιού…μας!

Wednesday, March 22, 2006

Σαριμπίνταμ

Ο Λάζαρος επέστρεψε από τις διακοπές την ημέρα των γενεθλίων του. Αν όλα ήταν νηφάλια στο κεφάλι μου εκείνη τη στιγμή, θα τον περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία για να του κάνω έκπληξη με τα δώρα που του είχα αγοράσει μέρες πριν. Δώρα που είχα ψάξει πολύ, καλύτερα από αυτά των Χριστουγέννων. Πλέον τον ήξερα και καλύτερα αλλά αυτή τη φορά είχα διαλέξει να του χαρίσω πράγματα που εγώ η ίδια ήθελα πολύ. Ήθελα να έχει ό,τι βλέπω, ό,τι λαχταράω, ό,τι δεν μπορώ χωρίς αυτό να ζήσω. Το ατυχές ήταν πως για πρώτη φορά , όταν ο Λάζαρος άνοιγε τα δώρα του δεν χαιρόμουν ούτε σταλιά με τη χαρά του.
Η απόφαση μου να χωρίσω με τον Λάζαρο φαινόταν οριστική εκείνη τη στιγμή. Και πέρα από αυτό έσερνα πίσω την απόλυτη βεβαιότητα της ορθής μου σκέψης. Βαθιά μέσα μου το ήξερα πως ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Όμως όλα κατέληγαν σε αδιέξοδο. Και για αν είμαι απόλυτα ειλικρινής, νομίζω πως το ήξερα αυτό από την αρχή. Όλοι νομίζω πως λίγο μετά τη γνωριμία μας με έναν καινούριο πρόσωπο, έστω και αν δεν το παραδεχόμαστε, ξέρουμε ήδη που θα καταλήξει η γνωριμία αυτή. Δεν ξέρω πως. Απλά το ξέρουμε. Από εκεί και πέρα αναλαμβάνει δράση αυτή η ανόητη (;) λαχτάρα που νιώθουμε ώρες ώρες να αντιταχθούμε στο ένστικτο μας, στη πραγματικότητα, στο πεπρωμένο, όπως θέλετε πείτε το. Η ανόητη πίστη μας πως μπορούμε να ανατρέψουμε το σκορ σε έναν αγώνα στημένο. Όμως… όμως σκεφτόμουν πως αν μπορούσα να γνωρίσω τις ζωές των ανθρώπων τριγύρω, πόσους θα έβλεπα να αγωνίζονται καθημερινά σε αυτή την άδικη αρένα; Πόσοι άνθρωποι δεν έτυχε να αγαπήσουν και μετά να δέσουν τη ζωή τους με τη μοίρα του άλλου, όποια και αν ήταν αυτή; Πόσοι δεν διάλεξαν τη σιωπή από την ελευθερία; Και φαντάζομαι πως αν διαλέξεις να μοχθείς μια ολόκληρη ζωή γι’ αυτόν ή αυτήν που σε ‘ξελόγιασε’, η δύναμη σου δεν συγκρίνεται με εκείνη όσων έσπασαν τα δεσμά τους. Βλακεία; Αδυναμία; Δειλία; Ανασφάλεια; Ποιος να πει και ποιος να κρίνει; Στον έρωτα δυστυχώς δεν υπάρχουν κριτήρια και στατιστικές. Μόνο γνώμες και παραδείγματα. Και ένα πράγμα σας λέω και σας υπογράφω: όποια γνώμη και αν ακούσετε, όποιο παράδειγμα κι αν καρφώσετε στο μυαλό σας, τη στιγμή που θα πρέπει να πάρετε την απόφαση, το στόμα σας θα μιλήσει από μόνο του. Και θα πει αυτό που έχει αποφασιστεί ερήμην σας από καιρό.

Το μεσημέρι εκείνης της ημέρας ήμουν σε μια φίλη μου για καφέ. Ήταν και το αγόρι της εκεί. Κουβεντιάζαμε για τον Λάζαρο και ο φίλος της μίλησε αρκετά άσχημα για εκείνον όταν άκουγε λεπτομέρειες για τη Τζέσσικα. Τώρα που τα βλέπω από μακριά, αντιλαμβάνομαι πως εκείνη την εποχή ακόμα, δεν αγαπούσα πραγματικά τον Λάζαρο. Ήμουν παρασυρμένη από το πάθος και έλεγα μεγάλες κουβέντες. Δυστυχώς όμως, προσπαθούσα να αντιστοιχίσω το συναίσθημα στα λόγια και όχι το αντίθετο. Το σκέφτομαι αυτό γιατί επέτρεψα σε έναν άγνωστο να προσβάλλει τον Λάζαρο και τη ζωή μου. Και το χειρότερο ήταν πως δεν είχα περιθώρια να θυμώσω γιατί εγώ η ίδια μας εξέθεσα και τους δυο. Εκείνη τη στιγμή όμως, το παράπονο μου για τον Λάζαρο μεγάλωνε. Παράπονο και θυμός μαζί που φούντωσε ακόμα περισσότερο όταν την στιγμή που έφευγα η φίλη μου είπε: «Εσύ ξέρεις καλά τι πρέπει να κάνεις. Εγώ θέλω πίσω τη φιλενάδα μου». Μάλλον θα είχα τα χάλια μου εκείνο το μεσημέρι.

Βρεθήκαμε με τον Λάζαρο σ’ ένα ξενοδοχείο και το σχέδιο (του Λάζαρου) ήταν να περάσουμε μαζί τη βραδιά. Μόλις με είδε, μ’ έσφιξε τόσο δυνατά όσο και τη πρώτη φορά που με είδε στο Heathrow. Η αγκαλιά που δεν έπαψα ποτέ να θυμάμαι. Κάτι μου ψιθύρισε στο αυτί έτσι όπως με κρατούσε. Δεν άκουσα. Στο κεφάλι μου οχλαγωγία από φωνές και σκέψεις, στη καρδιά μου πόλεμος αυτού που ήθελα με αυτό που μου αντιστοιχούσε και στο λαιμό μου, αγωνία για να στείλω εκείνο τον κόμπο που μου μπλόκαρε την ανάσα κατευθείαν στο στομάχι μου.
Μείναμε για λίγο έτσι. Να μου ψιθυρίζει και να με φιλάει στα μαλλιά. Θυμάμαι πως είχαν παραλύσει τα πόδια μου. Υποθέτω πως του είπα οτι ήθελα να του μιλήσω γιατί με τράβηξε στο κρεβάτι και μου είπε «πες μου ό,τι θες, Σουζάκι μου»
Πριν προλάβω να πάρω βαθιά ανάσα και να κλείσω τα μάτια προκειμένου να βρώ από κάπου δύναμη και να μιλήσω, χτύπησε το τηλέφωνο του Λάζαρου. Στην αρχή δεν απαντούσε αλλά κάποιος καλούσε επίμονα. Ήταν περίπου 10 το βράδυ και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν μια πολύ γνωστή, εν αποστρατεία πλέον, τραγουδίστρια που είχε βρει το τηλέφωνο από κάποιον γνωστό γνωστού και ήθελε τις συμβουλές του Λάζαρου για ένα εξοχικό σπίτι που σκεφτόταν να χτίσει. Ο πιο απίθανος άνθρωπος την πιο απίθανη στιγμή! Το τηλεφώνημα διήρκεσε περίπου 2 ώρες! Ο Λάζαρος προσπάθησε πολλές φορές να κλείσει αλλά η ακατάσχετη λογοδιάρροια της κυρίας τόσο για τις όψεις του σπιτιού όσο και για τη καριέρα της, δεν το επέτρεπε.
Όση ώρα μιλούσαν, εγώ είχα ξεμείνει στην αγκαλιά του Λάζαρου. Αυτός να με χαϊδεύει κι εγώ να κρατιέμαι από το σώμα του σαν να έσφιγγα το κλαδί που με χωρίζει από το κενό. Έτσι όπως ζωγράφιζε πρόχειρα αυτά που του περιέγραφε πως ήθελε η κυρία τάδε, μου έδωσε ένα χαρτάκι που έγραφε «… στη καρδιά μου έχεις μπει, σαν ήλιος σταυροφόρος με ολόλαμπρη στολή». Ήταν ο στίχος από ένα τραγούδι της Νένας Βενετσάνου που τραγουδούσε η Πρωτοψάλτη. Ήταν από τα τραγούδια που ακούσαμε τις πρώτες μέρες της γνωριμίας μας.
Κι ξαφνικά όλα σιώπησαν μέσα μου. Ησυχία. Αυτή η ησυχία που κάνει όταν χιονίζει: η ησυχία που στρώνει ελπίδα. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή αγάπησα τον Λάζαρο. Γιατί ούτε για εκείνον ήταν τίποτα εύκολο αλλά δεν έπαυε να με κρατάει σφιχτά. Τελικά στον έρωτα ίσως να μην έχουν καμία αξία οι αποφάσεις. Ίσως να μετράνε μόνο οι κοινές αποφάσεις. Και σε αυτό το δίωρο που μου εξαγόρασε εν αγνοία της εκείνη η θλιμμένη φωνή, σκέφτηκα πως αν είναι τελικά να παλέψουμε την πραγματικότητα καλύτερα να το κάνουμε αγκαλιασμένοι. Και ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται.
Του απάντησα στο ίδιο χαρτάκι «…ταιριάζεις με τ’ αστέρια και τα γιασεμιά» και κόλλησα πιο σφιχτά πάνω του.

Thursday, March 09, 2006

Girl in the mirror

"Mην ανησυχείς Σουζάκι μου, έρχομαι να σε βρω".

Έκλεισε η γραμμή και ο τελευταίος ήχος που θυμάμαι ήταν αυτός της μηχανής του αυτοκινήτου που έπαιρνε μπρος. Βγήκα αμέσως στο μπαλκόνι και κοίταξα μήπως ήταν ήδη κάτω από το σπίτι. Έτσι ασυναίσθητα, χωρίς λογική. Έμεινα εκεί για λίγα λεπτά, όσο να στεγνώσουν τα μάτια μου και να χαλαρώσω. Για λίγες στιγμές, φούσκωσα από ευτυχία στη σκέψη πως ερχόταν. Η σκέψη πως παρατούσε τα πάντα για χατήρι μου μ' έκανε να νιώσω πολύτιμη. Η ιδέα πως αποφάσισε ότι ήταν καιρός πλέον να σταματήσει το θέατρο και ν' αντιμετωπίσει τη πραγματικότητα μ' έκανε να νιώσω περήφανη για εκείνον. Αναδρομικά σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή και βλέπω πως έμοιαζα με τον Χάρυ Πότερ όταν ανακάλυψε πως έχει ένα νονό που τον αγαπάει και θέλει να τον πάρει να ζήσουν μαζί. Ο Χάρυ για λίγη ώρα φανταζόταν πόσο ευτυχισμένη θα ήταν η υπόλοιπη ζωή του. Έτσι ήμουν κι εγώ. Σκέψεις και εικόνες σάρωναν το μυαλό μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όχι άλλο κρυφτό, όχι άλλες μοναχικές βραδυές, όχι άλλοι περιορισμοί, όχι άλλες αμφιβολίες. Μόνο περηφάνια και ανεμπόδιστα σχέδια για το κοινό μας μέλλον.
O Λάζαρος όμως λίγο πριν το Βόλο είχε κάνει στροφή κι επέστρεφε στους φίλους του στο Πήλιο. Ίσως και ποτέ να μην είχε ξεκινήσει, δεν ξέρω. Το παράπονο μου εκείνη τη στιγμή θόλωνε τη κρίση μου και την αξιοπιστία του. "Δεν μπορώ" μου είπε.
Κι έμεινα όπως και ο Χάρυ: μόνη και απελπισμένη.
Ήταν η πρώτη φορά - και δυστυχώς όχι και η τελευταία - που αυτή η σχέση με έκανε να αμφιβάλλω τόσο πολύ για τον εαυτό μου. Δεν πέρασε πολύ ώρα για να συνειδητοποιήσω πως δεν ήταν αρκετό το να είμαι θυμωμένη με τον Λάζαρο που τελικά δεν ήρθε. Η αδυναμία του να σπάσει τους αρμούς με το παρελθόν του δεν ήταν τόσο σημαντικός λόγος για να είμαι έξαλλη. Πέρα και πάνω από όλα αυτά είχα εξαγριωθεί με τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν μπορούσα να συλλάβω τη μεγαλειώδη αδυναμία μου: την προσδοκία μου. Την ανυπόστατη αισιοδοξία πως ο χρόνος είναι μια έννοια συμβατική και οι σχέσεις που δημιουργεί δεν είναι πια και τόσο δύσκολο να αλλάξουν όταν εμφανιστούν νέα δεδομένα. Η κουτή αυτοπεποίθηση μου με είχε οδηγήσει να πιστεύω πως ήξερα πολύ καλά, όχι μόνο τον Λάζαρο αλλά και όσα χρειαζόταν να ξέρω για τη σχέση του με τη Τζέσσικα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ελπίζω - μάταια- πως θα μπορούσα τόσο γρήορα και εύκολα να την ανατρέψω. Αυτό όμως δεν ήταν το χειρότερο.
Με την απαράδεκτη συμπεριφορά μου είχα αναγκάσει τον Λάζαρο έστω και για λίγη ώρα, να πάρει θέση σε ένα δίλημμα. Με κλάμμα και υστερία τον είχα εξωθήσει σε κινήσεις σπασμωδικές. Αισθανόμουν σαν κωλόπαιδο και όχι άδικα. Ίσως να έφταιγε η ηλικία, ίσως η μοναξιά των ημερών, ίσως το πάθος μου γι' αυτόν τον άνθρωπο που ώρες ώρες ήταν εκτός ελέγχου. Ό,τι κι αν ήταν δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να καταλάβω πως όταν θέτεις στους ανθρώπους διλήμματα το πιο πιθανό είναι αργά ή γρήγορα να σε μισούσαν γιατί έσπρωξες τη ζωή τους σε μια κατεύθυνση που ίσως και να μην έπρεπε ποτέ να πάρουν. Με το μαχαίρι στο λαιμό κανένας δεν μπορεί να αποφασίσει κι έτσι καταλύεται και η βάση που πρέπει όλοι να βάζουμε στις σχέσεις μας: η ελευθερία. Η ελευθερία να διαλέξουμε ανάμεσα στο ψέμμα και την αλήθεια, την υποταγή και την επανάσταση, τον έρωτα και τη σύμβαση. Εγώ σε καμία περίπτωση, εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, δεν μπορούσα να θέσω τέτοια διλήμματα. Με έπνιγε το παράπονο και η ρημάδα απορία "αφού με αγαπάει γιατί δεν είναι εδώ;". Πέρα από αυτό όμως τελικά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Και η σιωπή είναι μια κατάκτηση που έρχεται με τα χρόνια. Σε 23 χρόνια δεν προλαβαίνεις να τη βάλεις στη φαρέτρα σου.
Οι επόμενες μέρες με έβαλαν σε σκέψεις. Σκέψεις για τον εαυτό μου, για τον Λάζαρο, για το τι μας φύλαγε το μέλλον και πως μπορούσε αυτή η ζωή να μας αλλάξει. Αν ήταν να αλλάξουμε θα έπρεπε να είναι προς το καλύτερο. Κι εκείνη τη στιγμή, όλα έδειχναν το αντίθετο. Ίσως να βοήθησε λίγο κι εκείνος ο χαμός που ρήμαζε τα πάντα μέσα μου εκείνη τη στιγμή όμως, αποφάσισα πως όταν επέστρεφε ο Λάζαρος από τις διακοπές θα χωρίζαμε.
Η απόφαση μου εκείνη τη στιγμή φαινόταν λογική - αν υπάρχει ποτέ λογική σ' ένα μυαλό άδειο. Εκείνες τις ώρες όμως δεν ήξερα πως έπαιρνα μια απόφαση που αφορούσε τρείς αλλά ένα τέταρτο πρόσωπο θα ανέτρεπε ξανά τις ισορροπίες.

Wednesday, March 01, 2006

Η Μεγάλη Εβδομάδα

Φεύγοντας ο Λάζαρος άφησε ένα σημείωμα στο γραφείο: «Σε 10 μέρες στο Ελληνικό, αγάπη μου».
Κι έτσι έγινε.

Επέστρεφα για τις διακοπές του Πάσχα με την προσδοκία που έχουν όλοι οι φρεσκοερωτευμένοι: αυτές θα ήταν οι ωραιότερες διακοπές της ζωής μου. Κι έτσι φαινόταν πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Ήμασταν μαζί, χαρούμενοι, τρελλά ερωτευμένοι και γελαστοί. Είχαν περάσει αρκετοί μήνες πια και είχαμε εξοικειωθεί με τις συνήθειες και τις ιδιοτροπίες μας. Ιδίως μετά τον Φεβρουάριο, ήταν φανερό πως είχαμε μάθει πολλά ο ένας για τον άλλον. Πολλά. Όχι αρκετά.

Οι μέρες κυλούσαν υπέροχα. Κάναμε πολύ συχνές βόλτες στο σπίτι που έχτιζε ο Λάζαρος στα προάστια Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω αυτό που αρχικά απέφευγα: το σπίτι ήταν μια πραγματικότητα και αργά ή γρήγορα θα ολοκληρωνόταν. Όσο και αν δεν ήθελα να σκέφτομαι πως θα επηρέαζε η απόσταση τη σχέση μας, δεν μπορούσα να μην αναγνωρίσω το πάθος του Λάζαρου γι’ αυτό το σπίτι. Ήταν το όνειρο της ζωής του. Κάποια στιγμή μου είχε πει: «Το αγαπώ τόσο πολύ που όταν τελειώσει, ίσως να το γκρεμίσω και να το ξαναφτιάξω από την αρχή. Έτσι θα το φτιάχνω μια ζωή». Δεν μπορούσα παρά να θαυμάσω αυτό το πάθος. Και δεν άργησε πολύ μέχρι να γίνει και δικό μου πάθος η κατασκευή αυτού του σπιτιού. Έτσι αρχίσαμε να πηγαίνουμε όλο και πιο συχνά. Αν σας πω ότι το διασκέδαζα πάντα, θα είναι ψέμα. Ο Λάζαρος σχεδίαζε κι εγώ έκοβα βόλτες σε ένα γιαπί, άλλοτε παίζοντας με νεροπίστολα και άλλοτε διώχνοντας τις μέλισσες από τις γωνιές που έχτιζαν φωλιές. Δεν ήταν, μάλιστα, λίγες οι φορές που σκεφτόμουν πόσο θα ήθελα να είμαι με τις φίλες μου και να κάνω βόλτες ή να κουβεντιάζουμε – είχα πλέον αρχίσει να ξαναβρίσκω τις παλιές μου παρέες. Την ίδια όμως στιγμή μάλωνα τον εαυτό μου γιατί σκεφτόμουν πως ήταν μια μοναδική ευτυχία να μοιράζομαι με τον άνθρωπο που λατρεύω την πραγμάτωση των ονείρων του. Έστω και αν δεν συμμετείχα ενεργά εκείνη τη στιγμή. Φρόντιζα για το ακμαίο ηθικό της ‘ομάδας’ και αυτό το θεωρούσα ιδιαίτερα μεγάλη ευθύνη.

Παράλληλα, σχεδίαζα τις πασχαλινές μας διακοπές. Το μυαλό μου χόρταινε από εικόνες μου μαζί του. Όχι τόσο από μέρη, όσο από το πώς θα ήμασταν μαζί. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα σχεδίαζα στο κεφάλι μου.
Λίγο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα, ο Λάζαρος μου ανακοίνωσε πως θα πήγαινε για τις γιορτές στο Πήλιο με τη Τζέσικα. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη εκείνες τις μέρες που σχεδόν είχα ξεχάσει τη Τζέσικα. Και μαζί με αυτό είχα παραβλέψει πως ο Λάζαρος άλλαζε θέμα κάθε φορά που κουβέντιαζα για τις διακοπές.
Ήταν σα να ξαναζούσα το σίριαλ των ημερών των Χριστουγέννων με εξωτερικά γυρίσματα στο Πήλιο! Είχα στενοχωρηθεί πολύ. Πάρα πολύ. Το ένα βράδυ κοιμόμασταν αγκαλιά και μου τραγουδούσε λόγια από ένα βιβλίο με στίχους του Γκάτσου και το επόμενο μεσημέρι έφευγε με τη Τζέσικα και τους φίλους τους. Αυτή τη φορά, δεν είχε σημασία να κλάψω ή να του ζητήσω να αλλάξει τα σχέδια του. Ούτε αυτό δεν έκανα. Ήξερα πως δεν θα κέρδιζα τίποτε πέρα από άλλο ένα καυγά. Δεν είχα αποκτήσει ακόμα ανοσία στις συζητήσεις για τη Τζέσικα, με αποτέλεσμα ακόμα και μανιφέστα του τύπου «δεν έχω τίποτε με τη Τζέσικα/ είμαστε απλά αγαπημένοι φίλοι/ δεν μπορώ να σου εξηγήσω ακόμα γιατί δεν της λέω για ‘σένα κλπ κλπ» με στεναχωρούσαν βαθιά. Ίσως και να με θύμωναν στο βαθμό που ένιωθα πως προκαλεί τον αυτοσεβασμό μου. Είχα κάνει όμως τον συμβιβασμό μου πολύ καιρό πριν: είχα αφήσει τον Λάζαρο να φέρει και τη Τζέσικα στη σχέση μας και κανενός είδους επανάσταση δεν θα ανέτρεπε αυτή την ιστορική συνθηκολόγηση.

Ο Λάζαρος κατάλαβε πόσο στεναχωρημένη ήμουν – και πιθανότατα σε ένα βαθμό να αισθανόταν άσχημα. Μου τηλεφωνούσε συχνά και με καθησύχαζε υπόσχοντας μου υπέροχες καλοκαιρινές διακοπές. Θα σας ακουστεί τραγικά αφελές αλλά το πίστευα κι έβαζα μπρος την ονειρομηχανή φαντασιώνοντας ακρογιαλιές – δειλινά. Άλλες φορές όμως μου ήταν δύσκολο να ξορκίσω τη θλίψη των περιστάσεων με όνειρα καλοκαιρινής νύχτας.
Το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέρι με είχε πιάσει το Μεγάλο Παράπονο. (Για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια, οι γονείς μου δεν είχαν φύγει για το εξοχικό μας γιατί νόμιζαν πως εγώ θα έλειπα κι έτσι προτίμησαν να μείνουν στη πόλη. Όλοι μου οι φίλοι είχαν φύγει όμως κι εγώ είχα ξεμείνει να προσπαθώ να εξηγήσω στην οικογένεια μου την απέραντη θλίψη μου και τα ανεξήγητα κόκκινα μάγουλα μου από το κλάμα). Είχα περάσει το υποτιθέμενο καλύτερο Πάσχα της ζωής μου βουτηγμένη στην απαισιοδοξία και στα ερωτηματικά. Μετέωρη σε μια αγωνία για τον αγώνα προτεραιότητας. Λόγια που ο Λάζαρος δεν άκουγε αλλά, κάποια στιγμή έδειξε να καταλαβαίνει.
«Μην ανησυχείς, Σουζάκι μου...», μου είπε κλαίγοντας εκείνο το Σάββατο κι έκλεισε η γραμμή.