Saturday, February 25, 2006

No 2 London Rd, part II

Η δεύτερη επίσκεψη του Λάζαρου ήταν σαφέστατα πιο περιπετειώδης. Η συγκάτοικος μου όχι μόνο δεν έφυγε από το σπίτι για εκείνες τις λίγες μέρες αλλά, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να παρατείνει το δυσάρεστο κλίμα που προυπήρχε: δεν πήγαινε σχεδόν ποτέ στα μαθήματα της με αποτέλεσμα να είναι συνεχώς στο σπίτι. Καλούσε διαρκώς τις άλλες δυο φίλες της και έτρωγαν μακαρόνια με πέστο, έβαφαν τα μαλλιά τους και έριχναν τα χαρτιά. Έκαναν φασαρία έως τα ξημερώματα και το μόνο τους πρόβλημα ήταν πως δεν μπορούσαν να μας σχολιάσουν φωναχτά. Ο Λάζαρος τους είχε μαγειρέψει και ήταν ιδιαίτερα ευγενής μαζί τους. Ίσως αυτό και να τις εκνεύριζε. Η μόνη πραγματικά σημαντική αφορμή για σχόλια που έδωσε ήταν όταν ένα βράδυ μας έφερε από το βίντεο κλαμπ το «Θεώρημα» του Παζολίνι. Τα κορίτσια το είδαν σαν μια έμμεση προσπάθεια να τις αποκαλέσει ηλίθιες. Γι’ αυτό και τα σχόλια που αφορούσαν την ταινία ήταν ευθέως προσβλητικά για τον Λάζαρο. Στη πραγματικότητα, το μόνο που ήθελε ο Λάζαρος ήταν να μου δείξει την αγαπημένη του ταινία. Αυτό και τίποτε άλλο. Κι αν αυτό συνεπάγετο τη συγκεκριμένη στιγμή τα σχόλια των κοριτσιών, δεν άλλαζε σε τίποτε το σκοπό και τη διάθεση.

Ο Λάζαρος στην Αγγλία. Ξανά. Λίγο πριν τις διακοπές του Πάσχα. Λίγο πριν αντικρύσουμε αληθινά τον γκρεμό για πρώτη φορά. Τον κοίταζα όπως περπατούσαμε με χέρια σφιχτά μπλεγμένα στο Λονδίνο και δεν πίστευα πόσο πολύ τον αγαπούσα. Δεν πίστευα πως η επιθυμία του να με δει ήταν τόσο μεγάλη ώστε παράτησε τις υποχρεώσεις του στην Αθήνα.
Πρέπει επίσης να σας πω, ότι είχαμε πλέον και οι δυο παραλάβει τους πρώτους λογαριασμούς των τηλεφώνων μας! Τα ποσά ήταν αστρονομικά και για τις δυο πλευρές. Για τον Λάζαρο ίσως και παραπάνω. Χαρακτηριστικό ήταν το μήνυμα που μου έστειλε στο κινητό όταν έλαβε τον πρώτο λογαριασμό: « Ένα πουλάκι είναι στο παράθυρο και μου χτυπάει ελαφρά το τζάμι. Νομίζω πως λέγεται Κορυδαλλός!». Η συγκάτοικος μου, ζήτησε από την αγγλική τηλεφωνική εταιρεία τη διακοπή των εξερχόμενων κλήσεων της προσωπικής μου γραμμής (ήταν βλέπετε στο όνομα της). Μπορούσα μόνο να καλώ μέσω καρτών. «Για το καλό σου το κάνω» μου είχε πει. Όντως αυτή η κίνηση απέτρεψε τα χειρότερα. Αν και δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω πως ήταν μια αδιανόητα καταπιεστική –ευγενικά το θέτω- κίνηση.

Η δεύτερη φορά του Λάζαρου στην Αγγλία δεν διέφερε πολύ από την πρώτη. Είχαμε την ίδια φρεσκάδα, την ίδια τρέλα, την ίδια λαχτάρα να αναπνεύσουμε ο ένας με το οξυγόνο του άλλου. Τα βράδια το σκάγαμε από το παράθυρο του δωματίου μου και ανεβαίναμε κρυφά από τη συγκάτοικο και τις φίλες της στο πάνω διαμέρισμα που ήταν ακατοίκητο και κοιμόμασταν εκεί. Έτσι, με πολύ διακριτικούς θορύβους τους ενισχύαμε την αφελή εντύπωση πως το πάνω διαμέρισμα ήταν στοιχειωμένο (έτσι μας είχε πει ένας ηλεκτρολόγος) κι επιπλέον ακόμα και όταν εμείς δεν κάναμε φασαρία, εκείνες ήταν αναγκασμένες να ζουν με την αγωνία πως από στιγμή σε στιγμή θα μπαίναμε στο σαλόνι και θα καθόμασταν μαζί τους ενοχλώντας τη χαρτομαντεία και τις κουβέντες τους.
Οι μέρες που έμεινε ήταν λίγες. Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες. Δεν θυμάμαι καν να τον αποχαιρετώ στο αεροδρόμιο. Θυμάμαι πως το βράδυ που έφυγε κλείστηκα για πολύ ώρα στη κουζίνα και καθάρισα μέχρι και το σετ του μπαρμπεκιου που δεν είχαμε ποτέ χρησιμοποιήσει. Δεν θυμάμαι να είχα κλάψει. Μάλλον ήμουν χαρούμενη γιατί μου είχε πει πως θα ήθελε πολύ να με παντρεύοταν. Kαι αυτή είναι πάντα μια ευχάριστη δήλωση.

Sunday, February 19, 2006

Frenemies

Oι εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν δύσκολες. Μερικές μέρες, μάλιστα, ήταν εξαιρετικά δύσκολες.
Στο σπίτι η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστη. Ξυπνούσα το πρωί και αφουγκραζόμουν τους θορύβους για να δω αν ξύπνησαν η συγκάτοικος μου και η μητέρα της. Αν άκουγα ησυχία, σηκωνόμουν βιαστικά και μέσα σε λίγα λεπτά είχα ήδη φύγει από το σπίτι. Άλλοτε δεν έβγαινα από το δωμάτιο μου αν δεν έφευγαν εκείνες πρώτα. Τα βράδυα τα περνούσα κλεισμένη στο δωμάτιο, πολλές φορές πνιγμένη από την ίδια την πίκρα του σπιτιού. Μιλούσαμε πολύ λίγο πια και πολλές φορές η μητέαρ της συγκατοίκου μου, με το άλλοθι της ηλικίας και της γνώσης που σέρνουν πίσω τους τα χρόνια, μου μιλούσε για τον Λάζαρο με λόγια υποτιμητικά. Με ‘συμβούλευε’ για τους λάθος χειρισμούς μου και τη ζωή μου που ήταν πολύ νωρίς να καταστρέψω. Δεν φαντάζεστε πόσο δύσκολο είναι να αναχαιτίσεις μια γυναίκα που πιστεύει πως στη ζωή μας υπάρχουν μόνο δυο ρόλοι: αυτού που εκμεταλλεύεται και αυτού που τον εκμεταλλεύονται. «Η αγάπη και η τρυφερότητα είναι συναισθήματα που φθίνουν γρηγορότερα απ’όσο θέλουμε. Γι’ αυτό καλό είναι να είμαστε στην μεριά των κερδισμένων» έλεγε. Όλες αυτές οι κουβέντες ξεπερνούσαν τα όρια πολλές φορές. Όλα λέγονταν ‘με το γάντι’. Δυστυχώς όμως δεν χρησιμοποιούσαν γάντια όταν δεν ήμουν παρούσα. Και δεν θεωρούσαν απαραίτητο να μιλούν πάντα διακριτικά.
Στον Λάζαρο έλεγα ψέματα πως όλα ήταν μια χαρά. Του έλεγα πως βγαίναμε βόλτες και έμενα μόνη στο σπίτι. Του έλεγα πως πηγαίναμε σινεμά όλοι μαζί κι ας ήμουν συνήθως μόνη. Ψέματα πολλά. Ήταν όμως τα πιο ευχάριστα της ζωής μου. Ο Λάζαρος με αγαπούσε πολύ κι αυτό το γνώριζα. Δεν έβρισκα λοιπόν ένα σοβαρό λόγο γιατί θα έπρεπε να τον επιβαρύνω με τα δικά μου προβλήματα, τουλάχιστον στο βαθμό που μπορούσα να τα διαχειριστώ. Όσες φορές και αν το αρνήθηκα, ήξερα πάντα πως εγώ με τον Λάζαρο είχαμε πολλά εμπόδια μπροστά μας – αν και ομολογώ πως η παρούσα κατάσταση στο σπίτι ήταν κάτι αδιανόητο. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούσα καθήκον μου να κρύβω τις πληγές και να κρατώ μυστικές τις μάχες μου. Κι ας φαινόταν πως όλα έρχονται εύκολα στη ζωή μου. Κι ας φαίνονταν όλα απλά και άδικα σε σύγκριση με τους αγώνες των άλλων. Εγώ ήξερα και αυτό είχε σημασία.
Η μαμά της συγκατοίκου μου έμεινε μαζί μας 20 μέρες. Αρκετό διάστημα για να αποξενωθούμε με τη φίλη μου. Λίγες μέρες μετά ήταν προγραμματισμένο να έρθει ο αρραβωνιαστικός της. Ένα ταξίδι που σχεδίαζαν μήνες κι εκείνη το περίμενε με απερίγραπτη χαρά. Σαν το τελευταίο πράγμα στον κόσμο. Δυστυχώς, όμως 5 μέρες νωρίτερα της ανακοίνωσε πως είχε πολύ δουλειά και δεν θα μπορούσε να μας επισκεφτεί τελικά. Έκλαιγε δυο ολόκληρες μέρες.
Την Τρίτη μέρα, δεν έκλαιγε αλλά δεν ήταν και πολύ καλύτερα. Η κακή διάθεση και τα νεύρα της επιδεινώθηκαν όταν το μεσημέρι, την ώρα που έτρωγε σ’ ένα εστιατόριο με τις κατά συνθήκη φιλενάδες της, γεμάτη χαρά την πλησίασα και της είπα πως την μεθεπόμενη το βράδυ, κι αφού ακυρώθηκε το ταξίδι του αρραβωνιαστικού της, θα ερχόταν ο Λάζαρος για λίγες μέρες!
Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα να βρει ξανά τη μιλιά της (και το χρώμα της). «Να ξέρεις πως αυτή τη φορά δεν θα φύγω από το σπίτι», μου γάβγισε και σηκώθηκε από το τραπέζι.

Wednesday, February 08, 2006

Οι πικροδάφνες

Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στην Αθήνα, στην Αγγλία η συγκάτοικος μου ζούσε σε έναν πανικό. Είχαν στείλει ειδοποίηση από το μεσιτικό γραφείο που νοικιάζαμε το σπίτι ότι, 2 καλοκαιρινά ενοίκια της προηγούμενης χρονιάς -που είχα αναλάβει να πληρώσω εγώ- εκκρεμούσαν γιατί δεν εκκαθαρίστηκαν οι επιταγές. Έπρεπε να πληρωθούν άμεσα. Η συγκάτοικος μου -με την οποία μέχρι λίγο καιρό πριν ήμασταν παραπάνω από αδελφές- τηλεφώνησε έξαλλη μαζί μου (και όχι με το γραφείο που το θυμήθηκε 6 μήνες αργότερα). Στο τηλέφωνο δεν παρέλειψε να συμπληρώσει πόσο απογοητευμένη ήταν από τη σχέση μας τον τελευταίο καιρό που δεν θύμιζε σε τίποτε την οικογενειακή ατμόσφαιρα της πρώτης μας χρονιάς αφού ήμουν πλέον απασχολημένη διαρκώς με τον Λάζαρο κι εκείνη ήταν αναγκασμένη να κάνει καινούριες φίλες. Όταν δε, της δήλωσα πως θα παρέμενα στην Αθήνα μια εβδομάδα παραπάνω απ' ότι είχα αρχικά προγραμματίσει μου έκλεισε το τηλέφωνο προειδοποιόντας με πως θα το φάω το κεφάλι μου.
Την επόμενη μέρα της έστειλα τα χρήματα αλλά όπως είχε ήδη αποδειχτεί το πρόβλημα ήταν ο Λάζαρος και όχι τα ενοίκια. Σχεδόν απογοητεύτηκε που έστειλα αμέσως τα χρήματα. Σα να της στερούσα το βασικό της λόγο για καυγά. Ίσως καυγάς να μην είναι η σωστή λέξη. Ένιωθα το παράπονο της. Αισθανόταν παραγκωνισμένη εξαιτίας των ωρών που περνούσα στο τηλέφωνο με τον Λάζαρο. Ίσως κι εξαιτίας της προτεραιότητας που του είχα παραχωρήσει στη ζωή μου. Δεν πήγαινα σε μέρη που δεν είχε σήμα το κινητό μου, δεν έβγαινα τόσο όσο παλαιότερα γιατί προτιμούσα να μείνω σπίτι και να μιλήσω με τον Λάζαρο. Στην ίδια ακριβώς υπερβολή είχε ζήσει κι εκείνη πριν μερικά χρόνια όταν γνώρισε τον τότε αρραβωνιαστικό της. Αλλά το είχε ξεχάσει.
Ήταν λίγο άδικο. Ειδικά αφού ήξερε πόσο πολύ την αγαπούσα. Και η ιδέα να έχουμε την ίδια κατάληξη που είχαν όλοι οι φοιτητές-συγκάτοικοι του εξωτερικού (δηλαδή να τσακωθούμε και να μην ξαναμιλήσουμε ποτέ) ήταν αφόρητη. Όπως αφόρητη ήταν και η προοπτική πως θα επέστρεφα και στο σπίτι θα ήταν και η μητέρα της. Η κα Όλγα που με είχε σαν κόρη της. Όπως ήταν φυσικό, σε περιπτώσεις που στεναχωριέται η μοναχοκόρη σου δεν υπάρχει χώρος για "σαν" στη ζωή σου. Ήξερα πως η κατάσταση θα ήταν λίγο δυσάρεστη στο σπίτι. Όχι καυγάδες και φωνές αλλά ούτε ήθελα κανένας να μου κάνει κήρυγμα για το πως θα διαχειριζόμουν τις προσωπικές μου σχέσεις. Το χειρότερο όμως ήταν πως από τις τύψεις που θα είχα για τα παράπονα της συγκατοίκου μου θα ανεχόμουν οποιαδήποτε , ακόμα και παράλογη, απαίτηση της (σας έχω ήδη ξεκαθαρίσει πως υπήρξα(;) εξαιρετικά ενοχικός άνθρωπος). Δεν έπεσα και πολύ έξω - αν και δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα παράλογη. Ήθελε μόνο να επαληθεύσει πως δεν είχε χάσει την καλύτερη της φίλη.

Στην Αθήνα το κλίμα είχε βαρύνει κάπως. Όχι λόγω καυγάδων. Μετά την τελευταία φασαρία, δεν ξανατσακωθήκαμε με τον Λάζαρο. Απλά πλησίαζαν οι μέρες που θα γύριζα στην Αγγλία. Μέσα σε όλα, ο Λάζαρος ανησυχούσε για το τι θα αντιμετώπιζα όταν επέστρεφα σπίτι. Μέχρι που σκέφτηκε να έρθει μαζί μου στην Αγγλία. Μπορεί να μην ήμουν η μοναχοκόρη του αλλά υπήρξαν αναρίθμητες στιγμές που ένιωθα η μονάκριβη του.
Το προηγούμενο βράδυ της αναχώρησης μου έπρεπε να συνοδέψει τη Τζέσσικα σε μια κοινωνική εκδήλωση. Ήμουν τόσο στεναχωρημένη που έφευγα και χώρος στη καρδιά μου για ζήλεια δεν υπήρχε. Εκείνο το βράδυ, ξάπλωσα στο κρεβάτι μόνη μου και σκεφτόμουν πως ίσως να υπέμενα άλλες 10 Τζέσσικες προκειμένου να τον έχω στο πλάι μου. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που η αβάσταχτη λύπη σε κάνει από τη μια στιγμή στην άλλη μεγαλόψυχη. Ψέμματα; Ψέμματα. Αυτό που δεν αλλάζεις με πράξεις, δεν γίνεται να το αλλάξεις με σκέψεις. Και ό,τι φαίνεται απλό τη νύχτα, θα γίνει ξανά κουβάρι μια άλλη στιγμή που θα νυχτώσει.

Ήταν η πρώτη φορά που αποχαιρετηθήκαμε και δεν κλάψαμε. Τι να πούμε; Τι θα κερδίζαμε; Πάλι χωρίζαμε και αυτή τη φορά ήταν πιο δύσκολο από τις προηγούμενες. Δεν θυμάμαι τι είπαμε. Δεν θυμάμαι καν αν αγκαλιαστήκαμε. Θυμάμαι πως μπήκα στο αεροπλάνο και δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Οξυγόνο πουθενά. Φόρεσα τα γυαλιά μου κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Δεν μ'ενδιέφερε ποιός μ' έβλεπε και ποιός σχολίαζε. Ας με νόμιζαν δυστυχισμένη. Εκείνη τη στιγμή ήμουν πράγματι δυστυχισμένη. Κι ας ήξερα πως η ευτυχία ήταν 18 μέρες μακριά. Δε μ' ένοιαζε.
Κράτησα τα μάτια μου κλειστά. Δεν είχα που ν' αφήσω τη ματιά μου. Ένιωθα εξαντλημένη.
Όταν ξύπνησα, είχαμε προσγειωθεί στο Heathrow. Ενεργοποίησα το κινητό μου αμέσως για να του τηλεφωνήσω και ν' ακούσω λίγο τη φωνή του. Είχα ένα νέο μήνυμα.
"Που είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ'τ' όνομα τους
τις πικροδάφνες.
Που είσαι;"
Το οξυγόνο λιγόστεψε ξανά. Εκείνο το βράδυ, μόναχα μοναξιά ανασαίναμε.

Wednesday, February 01, 2006

Ανεμώνες

Η κακή διάθεση δεν κράτησε για πολύ. Βγήκαμε μια βόλτα και όλα έδειχναν να έχουν επανέλθει στη φυσική τους ηρεμία. Με τον καιρό όμως θα μάθαινα πως κανένα συμβάν για τον Λάζαρο δεν τελείωνε όταν κόπαζαν οι φωνές και βγάζαμε τα φλυτζάνια του καφέ. Ο Λάζαρος χρειαζόταν μέρες για να φιλτράρει τα γεγονότα, να τα ζυγίσει και να προχωρήσει ανάλογα. Σα να έκανε μια παύση από το τώρα και να συνέχιζε το πριν. Και το μετά ερχόταν ξαφνικά. Αναπάντεχα. Την ώρα που απολάμβανες την ελευθερία, ο δικαστής χτυπούσε το σφυρί και ετυμηγορούσε. Συνήθως με καταδικαστική απόφαση.
Δεν ήξερα τι περνούσε από το μυαλό του. Καταλάβαινα όμως πως κάτι τον απασχολούσε. Δεν κοιμόταν, βαρυανάσαινε, ξυπνούσε πολύ νωρίς τα πρωινά. Μέχρι κάποια στιγμή, κάποια ανύποπτη στιγμή, να σε κοιτάξει βαθιά στα μάτια κι έτσι σιωπηλά και φευγαλέα να σου ανακοινώσει πως δεν ξέχασε. Και πιθανότατα ούτε συγχώρησε. Αυτά όμως ήταν συμπεράσματα που άργησα πολύ να βγάλω. Ούτως ή άλλως, το αγαπημένο καταφύγιο των ερωτευμένων είναι το "Μπααα! Ιδέα μου θα'ναι!". Κι έτσι φορτωνόμαστε "ιδέες" που μετά γίνονται φόβοι και στο τέλος, βεβαιότητα. Αλλά τότε είναι πλέον αργά.

Ο Λάζαρος είχε μια άλλη φοβία. Φοβόταν πως μου στερούσε πράγματα που - θεωρούσε πως- είχα ανάγκη. Μια κοπέλα της ηλικίας μου ήθελε να βγει τα βράδυα και να πάει να χορέψει. Φορτωνόταν την άδικη ενοχή του περιορισμού μου. Θεωρούσε πως ήθελα να βγαίνω τα βράδυα αλλά δεν του το έλεγα για να μην τον στεναχωρήσω καθώς εκείνος δεν προτιμούσε αυτού του είδους τη διασκέδαση. Αυτό φυσικά δεν συνέβαινε όχι γιατί είχα αποδεχτεί τις αλλαγές που επιφέρει μια σχέση με μεγαλύτερο άνδρα αλλά, γιατί απλά δεν ήθελα να πηγαίνω κάπου χωρίς εκείνον. Το "που" μου ήταν εντελώς αδιάφορο. Αυτό είναι κάτι που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει πως γινόταν.
Ένα βράδυ κανόνισε να πάμε στο κλάμπ ενός φίλου του. Καινούριο, μεγάλο, χορευτικό. Μικρή παρέα. Με την αδελφή του και 2-3 άλλους γνωστούς του που δεν είχαν άμεση σχέση με τη Τζέσικα κι έτσι δεν θα κινδύνευε να αποκαλυφθεί το μυστικό μας. Η βραδυά κυλούσε αρκετά συμπαθητικά κι ευχάριστα. Μέχρι τη στιγμή που χόρεψα για λίγο με τον φίλο του που μας είχε καλέσει στο κλαμπ. Ο Λάζαρος θεώρησε πως 'την έπεφτα' στο φίλο του... and all hell broke loose!
Aκολούθησε ένας διακριτικός καυγάς, διάφορα -κλιμακώμενης βαρύτητας- κοσμητικά επίθετα, πολλά απαξιωτικά βλέμματα. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε να φωνάζουμε σε ένα δρομάκι πίσω από το κλάμπ: ο Λάζαρος να με βρίζει κι εγώ να προσπαθώ να εξηγήσω τα αυτονόητα. Για λίγο έμεινα μόνη μου εκεί και κλαίγοντας σκεφτόμουν πως ήθελα να φύγω αλλά δεν είχα πουθενά να πάω. Δεν με ενοχλούσε τόσο η παρεξήγηση ή η υπερβολή όσο, η εντύπωση πως ήδη είχαν περάσει 4 μήνες και ο Λάζαρος έδειχνε να μην γνωρίζει τίποτε για 'μένα. Σα να με συνάντησε πρώτη φορά λίγη ώρα πριν - βέβαια και έτσι να ήταν δεν υπήρξε καμία κίνηση που να υποδήλωνε πως μου άρεσε ο φίλος του. Όλο αυτό μου φαινόταν πολύ άδικο.
Ούτε όμως σε αυτό έφταιγε ο Λάζαρος. Αν είχα προηγούμενη εμπειρία ερωτικού δεσμού θα ήξερα πως τέτοια περιστατικά δεν οφείλονται σε παρεξηγήσεις αλλά, δεν είναι τίποτε άλλο από 'παιχνίδια' ερωτευμένων ανθρώπων. Μικροζήλειες από το τίποτε για να κεντρίσουν ο ένας το ενδιαφέρον του άλλου. Σκηνοθετημένες παρεξηγήσεις που αποσκοπούν μόνο στην οριοθέτηση και την υπενθύμιση της παρουσίας. Και όσο πιο αδιάφορος δείξεις, τόσο το καλύτερο. Όσο περισσότερο έδειχνα προσβεβλημένη, θιγμένη και πληγωμένη απ' όλη αυτή την ιστορία, ήταν λογικό ο Λάζαρος να το εκμεταλλευτεί. Ίσως κι εγώ να έκανα το ίδιο. Ίσως κι εγώ να προσπαθούσα να χρησιμοποιήσω την ευκαιρία για να φανώ το θύμα και να αξιώσω μεγαλύτερη προσοχή - και φυσικά να υπενθυμίσω τις συνέπειες μια 'στραβοτιμονιάς'. Ίσως και να το έκανα κάποια στιγμή αργότερα. That's the name of the game! Δεν υπάρχει καμία δολιότητα σ' αυτό. Ίσως και να είναι προτιμότερο ο καθένας να παλεύει την προσωπική ανασφάλεια του έστω και με τέτοιους παράδοξους τρόπους παρά να βουλιάζει σε αυτή. Και φαντάζομαι πως είναι μεγάλη ευχαρίστηση - όσο σαδιστικό και αν ακούγεται - να βλέπεις την αγαπημένη ή τον αγαπημένο σου να επιβεβαιώνει αυτό που σκέφτεσαι: "πως ίσως τελικά να τρελλαίνεται αλήθεια στην ιδέα πως θα με χάσει"! Αρκεί να υπάρχουν όρια.
Εκείνο το βράδυ είχαμε ξεπεράσε τα όρια. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα γιατί αναδρομικά ξέρω πως όλο αυτό δεν ήταν τίποτε αλλό από ένα -ανόητο και περιττό εκείνη τη στιγμή- παιχνίδι εξουσίας κι επιβεβαίωσης.
Η βραδυά φυσικά καταστράφηκε. Τις λίγες ώρες που ξάπλωσα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Και ως γνωστόν, όσο περισσότερο σκέφτεσαι κάτι παράλογο τόσο περισσότερο πελαγώνεις.
Όταν ξύπνησε ο Λάζαρος βρήκε ένα βάζο με ανεμώνες στο πλάι του. Κοίταξε τις ανεμώνες και μετά εμένα. Όπως πλησίαζε να μ' αγκαλιάσει, συνειδητοποίησα πόσο ηλίθια ήμουν. Και πως είχα πάρα πολλά να μάθω ακόμα.