Saturday, December 31, 2005
Tuesday, December 27, 2005
"Το απόλυτο"
Τα πρώτα μας Χριστούγεννα πέρασαν γρήγορα. Με ένα αλλόκοτο συναίσθημα, για 'μένα τουλάχιστον: από τη μια μεριά η βεβαιότητα πως ο Λάζαρος ήταν ο άνθρωπος που θέλω να ζήσω κοντά του και από την άλλη, το προαίσθημα ότι τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα απ'ότι φαίνονταν. Ίσως γιατί όλες μας οι κινήσεις έπρεπε να καθορίζονται χωρίς να παραβλέπουμε τον παράγοντα "Τζέσικα". Ίσως πάλι γιατί σε στιγμές αληθινής τρυφερότητας ο Λάζαρος με είχε κοιτάξει χαιδεύοντας μου τα μαλλιά λέγοντας μου "δεν θα μείνεις για πολύ, Σουζάκι μου". Εγώ του έλεγα πως θα τον αγαπώ για πάντα και το εννοούσα, θα του το έλεγα έτσι κι αλλιώς γιατί το αισθανόμουν, όχι για να τον παρηγορήσω. Αλλά εκείνες τις στιγμές... η δική του φωνή τσάκιζε τη σιγουριά μου. Θυμάμαι μια τέτοια στιγμή ένα απόγευμα στη Πειραική αλλά, είμαι βέβαιη πως υπήρξαν και άλλες.
Το θέμα της Τζέσσικας το κουβεντιάσαμε το βράδυ πριν επιστρέψω στην Αγγλία, με καφέ και τσιγάρο - ο Λάζαρος είχε ξαναρχίσει το κάπνισμα από τις πρώτες μέρες της γνωριμίας μας. Τις μέρες των γιορτών, πέρα από τη μέρα των Χριστουγέννων, η Τζέσσικα δεν μας είχε απασχολήσει ιδιαίτερα. Έπρεπε βέβαια να προσέχουμε που πηγαίνουμε για να μην συναντηθούμε με κοινούς γνωστούς αλλά είχαμε καταλήξει πως από τη στιγμή που ήμασταν μαζί τα Goody's ήταν εξίσου υπέροχα με οποιοδήποτε grande εστιατόριο.
Ακόμα και αυτό όμως ήταν μια προσωρινή παραχώρηση. Ένας συμβιβασμός που κάποτε θα έπρεπε να λήξει. Εξάλλου κάποια στιγμή ήθελα ο Λάζαρος να συναντήσει τους φίλους μου. Για πόσο θα ήμουν ακόμα εξαφανισμένη μιλώντας για τον άγνωστο έρωτα; Και ένιωθα και την ανάγκη να ενώσω αυτά τα τόσο αγαπημένα κομμάτια της ζωής μου. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα ήταν η ίδια με αυτή που μου είχε δώσει ο Λάζαρος τη πρώτη φορά που είχε έρθει στην Αγγλία: πρόκειται για μια σχέση που έχει λήξει ουσιαστικά και κάποια στιγμή θα μπει και τυπικά η τελεία της. Πολλά ερωτηματικά: αφού στην ουσία τίποτε δεν θα αλλάξει μεταξύ σας γιατί διαιωνίζετε αυτό το 'τράβηγμα'; αφού βαριέσαι θανάσιμα τις κοσμικές εκδηλώσεις γιατί ακολουθείς; αφού θες την αλήθεια γιατί όλο αυτό το κρυφτό; αφού (λες πως) θέλεις γιατί δεν μπορείς; Η απάντηση ήταν πως δεν μπορούσε (ακόμα) να μου εξηγήσει τους λόγους. Εν καιρώ.
Μετά από λίγες ώρες επέστρεφα στην Αγγλία. Με μεγάλη στεναχώρια ακούγωντας στο cd ξανά και ξανά το "Ήρθε βορριάς, ήρθε νοτιάς" που μου είχε αφιερώσει λίγο πριν τα Χριστούγεννα ο Λάζαρος μετά από ένα καυγά μας που, όπως οι περισσότεροι, ξεκίνησε από το τίποτε και κατέληγε σε κατακλυσμό.
Μπήκαμε πάλι στη ρουτίνα των τηλεφωνημάτων, των μηνυμάτων, των μαθημάτων. Δύσκολο πράγμα η απόσταση και το τηλέφωνο λίγο. Τα ραντεβού με τους φίλους αντικατέστησαν τα καθημερινά ραντεβού με τον Λάζαρο. Αλλά δεν ήταν πια το ίδιο: μόνη σε τόσους φίλους, σε τόσα βιβλία για την εξεταστική, σε τόσες μουσικές που δεν μπορούσα να μοιραστώ. Οι μέρες κυλούσαν χωρίς να περιμένω τίποτε. Οι εκπλήξεις όμως συμβαίνουν όταν δεν τις περιμένεις.
Την ημέρα της γιορτής μου λόγω εξετάσεων δεν είχα κανονίσει τίποτε. Στο σπίτι μας είχαμε πάντα κόσμο οπότε όλο και κάποιος θα περνούσε. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Θυμάμαι πως είχα μείνει μέχρι αργά στη βιβλιοθήκη όταν μου τηλεφώνησε ο Λάζαρος για να δει πως περνάω. Όταν με ρώτησε πως μου φάνηκε το δώρο μου νόμιζα πως μου έκανε πλάκα. Έλειπα όμως από νωρίς και δεν ήξερα αν είχε περάσει ο ταχυδρόμος. Χωρίς να τρέφω ιδιαίτερες ελπίδες και με το φόβο πως μια αρνητική απάντηση θα μ' έκανε αξιοθρήνητη, τηλεφώνησα στη συγκάτοικο μου - η οποία για πρώτη φορά στα χρόνια που γνωριζόμασταν δεν μου είχε κάνει δώρο! Πράγματι! Ο ταχυδρόμος είχε φέρει ένα δέμα. Για μένα! Από το Λάζαρο. Τη μέρα της γιορτής μου που ακόμα και οι γονείς μου είχαν αμελήσει να μου στείλουν κάτι.
Έτρεξα στο σπίτι. Όχι τόσο για να δω τι είχε το κουτί αλλά για να διαβάσω την κάρτα που ήμουν σίγουρη πως είχε μέσα. 'Ετρεχα για να πιάσω κάτι που πριν λίγες ώρες τύλιγαν τα χέρια του τ' αγαπημένα.
Ένα κουτί. Ένα κουτί με 20 σοκοφρέτες. Ένα παιδικό βιβλίο - δώρο από τον αδελφό του. Ένα κουτάκι playmobil με ένα βενζινάδικο. Το cd του Χατζιδάκι '2000 μ.Χ.' με το τραγούδι που μου είχε αφιερώσει. Το βιβλίο του Χατζιδάκη 'Ο καθρέφτης και το μαχαίρι'. Το ένα δώρο ήταν πιο υπέροχο από το άλλο! Στιγμιαία απογοητεύτηκα γιατί δεν βρήκα σημείωμα. Όταν όμως άνοιξα το εσώφυλλο του βιβλίου βρήκα τα παρακάτω:
"Να τα ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα:
εσένα να ξέρεις
αν δεν σε πέταξα αμέσως έξω από το ναό
και σ' έχρισα επιστάτη θυμιάματος
δεν ήταν επειδή μου άφηνες στο κόστος
τον κρότο από τις τσιχλόφουσκες στο πάγκο σου
ούτε πως έγινα εγώ συν τω χρόνω
πιο ανεκτική με τους εμπορούς.
Να τα ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα:
κάποια των ματιών σου απάγκια ιδιότητα
ήταν που με δελέασε και σ' έχρισα
να οδηγείς ανόθευτα σμύρνα και λίβανο
όπου γεννιόταν φιλάσθενο άστρο
......................................................................"
Κική Δημουλά
Το "απόλυτο" είτε σαν επίθετο, είτε σαν επίρρημα
δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο μου.
Προστέθηκε πλέον και αυτό.
Λάζαρος
Ανήμερα της γιορτής σου 2000
Δεν μου έφεραν θλίψη τα λόγια. Ακόμα όμως στεναχωριέμαι που εκείνη τη στιγμή δεν ήταν κοντά μου να τον ευχαριστήσω και να τον φιλήσω στα μαλλιά.
Wednesday, December 14, 2005
"... η δική μας είναι χρυσή"
Όταν κλαίω πολύ στο πρόσωπο μου εμφανίζονται δυο κόκκινα σημάδια, κοντά στα ρουθούνια μου.
Μόλις κοιτάχτηκα στο καθρέφτη το πρωινό των Χριστουγέννων θυμήθηκα πως είχα περάσει μια δύσκολη νύχτα. "Ε, τι να κάνουμε; Συμβαίνουν κι αυτά!" είπα στον εαυτό μου κι έδιωξα μακριά όλες τις στεναχωρηματικές σκέψεις. Μετά το φαγητό με τους γονείς θα βρισκόμουν με τον Λάζαρο και είχαμε κανονίσει να περάσουμε τη μέρα και τη νύχτα μαζί. Αυτή η σκέψη με ηρέμησε πολύ. Η προηγούμενη νύχτα ήταν λίγο ατυχής. Δεν υπήρχε λόγος να ρίξει τη σκιά της και στις υπόλοιπες μέρες.
Ο Λάζαρος όμως χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για ν' αξιολογήσει τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας.
Μιλήσαμε πρώτη φορά στη διάρκεια της ημέρας, το μεσημέρι. Εκεί άρχισε μια συζήτηση για το αν πρέπει να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε κλπ κλπ κλπ Οι τόνοι δεν διατηρήθηκαν σε πολύ ήρεμα επίπεδα ειδικά όταν άρχισε να μου μιλάει για τους προηγούμενους εραστές μου. Είχα θυμώσει πολύ. Την ίδια όμως στιγμή καταλάβαινα πως ο δικός του θυμός δεν ήταν τίποτε άλλο από φόβος. Ήταν πλέον σαφές πως η συναισθηματική του άλωση είχε ξεκινήσει. Δεν μπορούσε να σταματήσει αυτό το αίσθημα που τον κατέλαβε αλλά υπήρχε και μια 'άλλη' ζωή που -για άγνωστους μέχρι εκείνη τη στιγμή λόγους- έπρεπε να διαφυλάξει. Και πέρα από αυτό, η ιδέα πως έχανε σε αυτή τη φάση της ζωής του τον έλεγχο τον τρομοκρατούσε. Ήταν 43 χρονών και οι ισορροπίες δεν ανατρέπονται σε αυτή την ηλικία. Τουλάχιστον, όχι χωρίς μοιραία αποτελέσματα.
Ευτυχώς η θύελλα εκείνου του μεσημεριού πέρασε σχετικά γρήγορα. Ίσως γιατί δεν αντιμετώπισα την επίθεση με επίθεση. Ίσως γιατί κατάλαβε ότι δεν τον απειλούσα. Εξάλλου, δεν ανήκα στην κατηγορία των ανθρώπων που πιστεύουν πως ο έρωτας είναι συνώνυμο του πολέμου και κάθε επαφή, μάχη που πρέπει να κερδίσεις.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα. Τα γεγονότα ξεχάστηκαν και βρήκαμε τον αγαπημένο μας ρυθμό. Βόλτες, παγωτά μες στο καταχείμωνο, φιλιά, χαμόγελα πολλά.
Το βράδυ της παραμονής Πρωτοχρονιάς είχαμε κανονίσει να βρεθούμε πολύ αργά. Τέτοια μέρα πήγαιναν με τη Τζέσσικα από σπίτι σε πάρτυ και τελειώναν - όπως ο περισσότερος κόσμος- νωρίς το πρωί. Εγώ ήμουν καλεσμένη σε φίλους και σε πάρτυ οπότε δεν δημιούργησα θέμα. Αρκούσε το ότι θα βλεπόμασταν. Αν και δεν κρύβω πως είχα μια υποψία πως η βραδυά θα είχε τη Χριστουγεννιάτική κατάληξη.
Ευτυχώς η υποψία μου δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ γιατί εκείνο το βράδυ αρρώστησα και γύρισα σπίτι με πυρετό από νωρίς. Για μερικές μέρες δεν βρεθήκαμε. Τρεις για την ακρίβεια.
Την τέταρτη μέρα συναντηθήκαμε νωρίς το μεσημέρι. Θα πηγαίναμε μέχρι το Σούνιο - γιατί τα κλισέ είναι το δυνατό μου σημείο.
Στη Καστέλλα σταματήσαμε για να ανοίξει το πρωτοχρονιάτικο του δώρο. Του είχα πάρει έναν καφέ αρκούδο, μαλακό και γελαστό και στο λαιμό του είχα κρεμάσει ένα πράσινο ξύλινο αστέρι με τ' όνομα μου γραμμένο πάνω. Ήταν αρκετά μεγάλος για να γεμίσει μια αγκαλιά και τα αυτάκια του αρκετά μεγάλα για να τον σέρνεις από τ' αυτί. Του άρεσε! Πολύ του άρεσε. Δάγκωνε ελαφρά τα γένια στο πάνω χείλος του και τον κοίταζε με χαρά. Έτοιμος να τον τραβήξει από το αυτί και να τον αγκαλιάσει.
Προς μεγάλη μου έκπληξη μου είχε φέρει και ο Λάζαρος ένα δώρο. Έναν πύλινο κουμπαρά. Χωρίς κουτί, χωρίς περιτύλιγμα. "Σπάστο", μου είπε. Το έσπασα στα σκαλιά ενός σπιτιού που είχε ξεχάσει τα λαμπιόνια του μπαλκονιού αναμμένα. Από τα κομμάτια του κουμπαρά τράβηξα ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε ".. η δική μας είναι χρυσή." Ο κουμπαράς είχε μέσα μια χρυσή λίρα. "Την έχεις δει τη 'Κάλπικη λίρα';" με ρώτησε τρυφερά. Δεν ήξερα τι να πω. Μια λίρα. Χρυσή. Ούτε τρύπια, ούτε κάλπικη. Η δική μας χρυσή λίρα/ ζωή/ αγάπη. Χώραγε τόσα πολλά αυτό το "... η δική μας".
Παρακάτω λόγια δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο πως κρατούσα σφιχτά τη λίρα στο χέρι μου για ώρες. Αργά το βράδυ, καθώς τρώγαμε συνειδητοποίησα πως η παλάμη μου ήταν ξανά χαλαρή και...άδεια. Η σκέψη πως την είχα χάσει ισοδυναμούσε με τη συντέλεια του κόσμου. Μου είχε πέσει στο ξενοδοχείο, την ώρα που τον αγκάλιαζα. Το περίεργο ήταν πως η καθαρίστρια την είχε βρει και την είχε δώσει στη ρεσεψιόν γιατί είπε πως "...αυτός που την έχασε θα γυρίσει να τη γυρέψει".
Μόλις γύρισα σπίτι ξεκρέμασα από το χριστουγεννιάτικο δένδρο ένα κόκκινο τσίγκινο κουτάκι και τη φύλαξα εκεί μαζί με το σημείωμα.
Friday, December 09, 2005
Χριστούγεννα στο λιμάνι
Η παραμονή των Χριστουγέννων κύλησε γρήγορα. Μέρα βροχερή που πέρασα όλο της το πρωινό με τον Θύμιο ν' αγοράζουμε δώρα για τον Λάζαρο και μετά να παίζουμε Tetris και άλλα παιχνίδια σ' ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά - κάτι σαν τα μπιλιαρδάδικα των '80ς αλλά χωρίς μπιλιάρδα.
Είχα ξοδέψει και την τελευταία μου δραχμή (τότε) σε δώρα. Πολλά δώρα που για να είμαι απόλυτα ειλικρινής αυτή τη στιγμή λίγα θυμάμαι. Ένα βιβλίο με ποιήματα του Καβάφη και ζωγραφιές του Φασιανού, ένα τετράδιο με χοντρό ξύλινο εξώφυλλο για να κρατάει ημερολόγιο, μια κασσετίνα με τα έργα του Θοδωράκη, ένα κουκλάκι για να κρεμά στη πόρτα του που μόλις του τράβαγες το κορδόνι κατέβαζε το παντελόνι του, ένα dvd με τη Χέμπορν, ένα σακουλάκι με χρωματιστές σβούρες κ.α. Νομίζω πως στο σύνολο τους έφταναν τα 8-10. Τώρα που τα ξανασκέφτομαι -όσα κατάφερα να θυμηθώ δηλαδή- ανοήτα μου φαίνονται. Δεν ήξερα ακόμα τι θα τον ευχαριστούσε περισσότερο γι' αυτό και τα περισσότερα 'υπέθετα' πως θα του άρεσαν. Όμως σημασία είχε πως τα αγόραζα με μεγάλη χαρά και τα είχα στοιβάξει όλα κάτω από τη σκάλα της πολυκατοικίας για να μην τα βρει κανείς. Τα μάζευα μέρες και μου 'χει μείνει η ικανοποίηση μου απ' όταν αγόραζα κάθε τι. Τα μέτραγα, τα ξαναμέτραγα. Και όλο λίγα μου φαίνονταν όταν τα έβαζα στη ζυγαριά μ' αυτό που ένιωθα. Ευτυχώς αυτό συμβαίνει πάντα όταν ταιριάζεις αυτό που νιώθεις με αυτό που αγοράζεις.
Συναντηθήκαμε νωρίς το απόγευμα σ' ένα καφέ στη Καστέλλα που πηγαίναμε συχνά. Ήταν ήσυχο και είχε ένα μπαλκόνι με υπέροχη θέα. Ήρθε κι εκείνος φορτωμένος με δώρα: μια ασημένια πιπίλα, ένα τσίγκινο γελαστό ποδηλάτη μ' ένα κομμάτι δέρμα για κασκόλ, cdς με το ''Άξιον Εστί" και τη "Ρωμιοσύνη", διάφορα κουκλάκια, έξι βιβλία που σε τυχαίες σελίδες, είχε βάλει τυχαία σε κύκλο τα γράμματα από το "Σ' αγαπώ".
Όλη αυτή η ιεροτελεστία, το άνοιγμα των δώρων, η συγκίνηση φαντάζομαι πως είναι φυσιολογική για πολλούς ανθρώπους, μάλλον τους περισσότερους. Για μένα ήταν η πρώτη φορά που κάποιος είχε κάνει τον κόπο να ψάξει, να τρέξει, να σκεφτεί τι θα μ' ευχαριστήσει. Όπως κι εγώ φυσικά το έκανα για πρώτη φορά. Κάθε τι ήταν πολύτιμο. Διαλεγμένο προσεκτικά. Κάθε τι ψιθύριζε πως μ 'αγαπούσε. Όχι γιατί είχε ξοδέψει χρήματα αλλά, γιατί το πρόσωπο του γυάλιζε σα φλούδα από χρυσάφι σε κάθε κορδέλα που έλυνα. Έλαμπε. Πολύ φως. Από αυτά τα φώτα που όταν είσαι παιδί κουβαλάς μετά για όλες τις γιορτές της ζωής σου.
Δεν ήθελα να φύγω ποτέ από εκείνο το καφέ. Ήθελα να μείνω εκεί ανάμεσα σε πολύχρωμα περιτυλίγματα, δώρα, άδειες κούπες καφέ και τον αγαπημένο μου. Αλλά έπρεπε να γυρίσουμε. Θα βρισκόμασταν το βράδυ ξανά, αργά κατά τις 12- 1 σ' ένα καινούριο κλάμπ στον Πειραιά. Εγώ θα πήγαινα νωρίτερα με τον αδελφό του και κάποιους φίλους του. Ο Λάζαρος ήταν καλεσμένος σε φίλους με τη Τζέσσικα και έπρεπε να πάει. Δεν είχα πρόβλημα με αυτό. Σημασία είχε ότι θα ερχόταν.
Ήταν από εκείνες τις βραδυές που βρίσκεσαι ανάμεσα σε ασφυκτικά πολύ κόσμο αλλά η μοναδική σου συντροφιά είναι το ρολόι και οι δείκτες του που κινούνται απελπιστικά αργά. Κάποια στιγμή τηλεφώνησε πως θ' αργούσε λίγο. Μετά πως θ' αργούσε λίγο ακόμα. Και λίγο ακόμα. Κατά τις 4 έφυγα από το κλάμπ.
Αποφάσισα να γυρίσω σπίτι με τα πόδια. Περίπου 40 λεπτά απόσταση και τα παπούτσια με πονούσαν. Αλλά θα γύριζα περπατώντας. Γιατί ήθελα να κλάψω. Δεν είχα θυμώσει. Είχα όμως απογοητευτεί πολύ. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Πως αφού με αγαπούσε δεν ήταν μαζί μου; Δεν μπορούσε. Τα συμβόλαια της ζωής του. Πως γίνεται να είσαι 43 χρονών και να φοβάσαι την ευθύνη των προτεραιοτήτων σου; Έτσι θα ήταν η σχέση μας; Ευτυχία το απόγευμα και μοναξιά το βράδυ;
Ένιωθα σα δεκαπεντάχρονη μαθητριούλα. Κάθησα σ' ένα παγκάκι και άναψα ένα τσιγάρο. Ήθελα να καθυστερήσω όσο το δυνατόν περισσότερο ελπίζοντας ότι θα μου τηλεφωνήσει και θα μου πει πως έρχεται. Κρύωνα και πεινούσα. Ήμουν κουρασμένη και τα μάτια μου έτρεχαν σαν βρύσες. Δεν ήξερα πολλά από σχέσεις. Δεν ήξερα αν αυτό ήταν λογικό. Αν έπρεπε να δείξω κατανόηση ή να εκλάβω τα -έστω και υπερβολικά- δάκρυα σαν σήμα κινδύνου. Απλά δεν ήξερα και αυτό με στεναχωρούσε περισσότερο απ' όλα.
Το τηλέφωνο χτύπησε ένα τετράγωνο πριν από το σπίτι μου. Ήταν εκείνος. Πριν προλάβω να του πω ότι φτάνω στο σπίτι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Η απογοήτευση που ένιωθα χάθηκε και το κενό της το ξεχείλησε η θλίψη. Αυτή η θλίψη που σου κόβει την ανάσα μέσα στο κρύο και σε παραλύει. Παρακαλούσαμε να σταματήσουν τα κλάματα. Κι εγώ κι εκείνος. Αλλά οι φωνές μας χάνονταν μέσα στους λυγμούς. Ήταν καθ' οδόν. Άρχισα να περπατάω στην αντίθετη πια κατέυθυνση και βρεθήκαμε μετά από 10 λεπτά περίπου.
Το πρόσωπο του δεν έλαμπε πια από χαρά όπως πριν. Ήταν ξαναμμένο και φαινόταν εξαντλημένος. Σταμάτησε το αυτοκίνητο σε μια αποβάθρα του λιμανιού. Μου εξήγησε γιατί άργησε αλλά πλέον δεν είχε καμία σημασία. Σημασία είχε μόνο να πάψει να κλαίει. Έκλαιγε γιατί με είχε απογοητεύσει. Έκλαιγε γιατί δεν ήθελε να μου χαλάσει τα Χριστούγεννα. Έκλαιγε γιατί από μικρός δεν ήθελε να έρχεται στον Πειραιά. Όπως μια φορά Χριστούγεννα που είχε έρθει με τον φίλο του τον Βαγγέλη. Εκεί στο λιμάνι. Και ο Λάζαρος τον παρακαλούσε να φύγουνε γιατί έκανε πολύ μοναξιά και θλίψη απέραντη στο λιμάνι. Και από τότε δεν ήθελε να ξαναγυρίσει ποτέ. Και να που τώρα βρισκόταν εκεί μαζί μου να ξαναζεί το θόρυβο που κάνει η θλίψη όταν βουλιάζει στο λιμάνι και στις καρδιές.
Μείναμε αρκετή ώρα εκεί. Κάποια στιγμή τα δάκρυα κυλούσαν χωρίς λόγο. Μείναμε να κοιτάζουμε τα πλοία και τη σιωπή. Και τις σκιές. Κάποια άλλη στιγμή παραπέρα σβήστηκε και η αιτία που τα ξεκίνησε όλα. Είχε μείνει όμως και στους δυό μια πίκρα. Και δυστυχώς αυτή τη γεύση πήρανε τα πρώτα μας Χριστύγεννα. Και υποσχεθήκαμε να μην το ξαναζήσουμε αυτό. Έτσι είπαμε...ο καθένας ψιθυριστά στον εαυτό του.
Wednesday, December 07, 2005
Έργα και μέρες
Είναι δύσκολο να περιγράψω με ένα και μοναδικό επίθετο τις μέρες που ακολούθησαν. Η ζωή μου είχε αλλάξει και αυτό ήταν πλέον γεγονός. Μαζί με τη ζωή μου είχε αλλάξει και η συμπεριφορά μου σε πολλά πράγματα. Για παράδειγμα, στο σπίτι από την πρώτη κιόλας ημέρα είχαν φανεί τα σημάδια της αλλαγής - κάτι που δεν υποδέχτηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό οι γονείς. Δεν είχαν συνηθίσει να κοιμάμαι εκτός της οικογενειακής εστίας και τους έπεσε κάπως βαρύ. Βέβαια, με τον Λάζαρο εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα δεν περάσαμε πολλά βράδυα μαζί κι έτσι ήταν εύκολο να βρω δικαιολογίες του τύπου "θα πάω στη Χαλκίδα / στου συμφοιτητή μου στην Αίγινα για Σαββατοκύριακο κλπ κλπ". Φυσικά δεν φεύγαμε ποτέ αλλά μέναμε σε διάφορα ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας. Σαν τουρίστες στη δική μας πόλη. Δυστυχώς, ο Λάζαρος είχε πάρει σαν δεδομένο πως στα 23 μου όφειλα να έχω στο σπίτι μου την απόλυτη προσωπική μου ελευθερία. Δεν είχε άδικο αλλά ήταν δύσκολο να συνηθίσω την οικογένεια μου σε μια τόσο αιφνίδια αλλαγή της τάξης. Ήταν δύσκολο να συνηθίσουν το τηλέφωνο που χτυπούσε ξημερώματα. Δεν είχαν συνηθίσει να με βλέπουν χωμένη κάτω από το τραπέζι του σαλονιού στις 3 το βράδυ να μιλάω κρυφά. Δεν είχαν συνηθίσει να συμβαίνει κάτι στη ζωή μου που δεν το μοιραζόμουν μαζί τους και, κυρίως, δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Ο Λάζαρος όσο διστακτική και προβληματισμένη με έβλεπε τόσο περισσότερο με πίεζε να προφυλάξω και να διαχωρίσω την ιδιωτική μου ζωή από τις οικογενειακές μου σχέσεις. Εκείνες τις ημέρες αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο και όσο κι αν αναγνώριζα πως η κερδισμένη από αυτού του είδους των ενδοοικογενεικών αντιπαραθέσεων θα ήμουν εγώ, πάντα είχα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ήταν μια επανάσταση, μου έλεγε, που έπρεπε να είχε ήδη γίνει και αν δεν συνέβαινε τότε αργότερα θα ήταν πολύ πιο οδυνηρά τα πράγματα.
Τους φίλους μου τους είχα χάσει. Τους είχα παραμελήσει. Ο χρόνος που δεν περνούσα μαζί με τον Λάζαρο ήταν χρόνος χαμένος. Οι παρέες μου ήξεραν πως ήμουν ερωτευμένη. Χρόνια φίλοι μου αγαπημένοι. Δεν γνώριζαν πολλά για τον Λάζαρο και δεν ρωτούσαν παραπάνω απ' όσο τους έλεγα. Ήταν μια περίοδος που οι φίλοι μου έδειξαν απίθανη κατανόηση τώρα που το αναλογίζομαι. Τους είχα βάλει σε μια παρένθεση αλλά, πέρα από παιχνιδιάρικα παράπονα δεν μου κράτησαν κακία, ούτε με ξέχασαν. Ούτε παρέλειπαν να μου τηλεφωνούν για να δουν αν είμαι καλά. Και όταν με άκουγαν χαρούμενη, χαίρονταν και αυτοί. Μπορεί να άλλαξαν πολλά από τότε αλλά, όχι αυτό το τελευταίο.
Οι ώρες με τον Λάζαρο μας φαίνονταν πάντα λίγες. Πήγαμε και μια εκδρομή στο εξοχικό μου. Μόνοι μας για δυο μέρες. Μεγάλη ευτυχία. Εκείνος οδηγούσε, εγώ έβαζα μουσική. Και τρύπωνα τα δάχτυλα μου στη χούφτα του όσο κρατούσε το λεβιέ των ταχυτήτων. Του έδειξα και το ποδήλατο μου, το ωραιότερο ποδήλατο του κόσμου και τον άφησα να κάνει βόλτα. Μείναμε δυο μέρες. Δεν κάναμε απολύτως τίποτα πέρα από το να μιλάμε, να γελάμε, να τρώμε και ν' αγκαλιαζόμαστε. Ίσως αν δεν ήμασταν τόσο σφιχτά αγκαλιασμένοι οι ώρες να είχαν κυλήσει πιο αργά.
Λίγες μέρες μετά πήγαμε για πρώτη φορά στο σπίτι που έχτιζε. Κάμποσα χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της Αθήνας, στην εξοχή. Η διαδρομή θυμάμαι μου είχε φανεί ατελείωτη αν και δεν κάναμε πάνω από 45 λεπτά. Το σπίτι ήταν χτισμένο σ' ένα λόφο. Όμορφο κι επιβλητικό απ' έξω, γιαπί από μέσα. Μοντέρνο σε όψη και διαρύθμιση χώρου. Το αγάπησα αμέσως. Αλλά και το μίσησα - έστω και στιγμιαία. Το μίσησα γιατί σκέφτηκα πως όταν τελείωνε ο Λάζαρος θα μετακόμιζε μόνιμα εκεί και δεν θα τον έβλεπα - τουλάχιστον όχι συχνά. Θα μετακόμιζε για να ζήσει εκεί που μια ζωή ονειρευόταν χρόνια, όπως μου είπε. Κάναμε έρωτα εκεί που θα γινόταν η κρεβατοκάμαρα. Πήγαμε για φαγητό στη κεντρική ταβέρνα του χωριού και γυρίσαμε πίσω στο σπίτι. Κοιμηθήκαμε για λίγο σ' ένα ράντσο ανάμεσα σε τούβλα, τσιμέντα κι εργαλεία. Αμίλητοι. Κοιτάζαμε το μεσημέρι να γίνεται απόγευμα. Και βλέπαμε τα ίδια σημάδια: αυτά που οδηγούσαν σ' ένα μέλλον που κανείς μας δεν είχε προβλέψει. Στην επιστροφή μου είπε πως θα χρειάζονταν τουλάχιστον άλλα 2 χρόνια για να τελειώσει το σπίτι αυτό. Ομολογώ πως η σκέψη αυτή με καθησύχασε και κοιμήθηκα στον ώμο του όσο οδηγούσε. Το ίδιο βράδυ έκανα την τρελλή σκέψη: φαντάσου πως θα ήταν αν μέναμε μαζί σ' αυτό το σπίτι! "Αν γίνει αυτό" σκέφτηκα "λες να με αφήσει να πάρω ένα σκύλο;" Ήταν η στιγμή που το σπίτι αυτό άρχισε να γίνεται ο αγαπημένος μου προορισμός κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου.
Σε λίγο θα ξημέρωνε Παραμονή Χριστουγέννων. Και μαζί της η πραγματικότητα.
Monday, December 05, 2005
Home for the holidays
Οι μέρες που ακολούθησαν πέρασαν γρήγορα. Η ζωή μου άρχισε να συνοψίζεται στις στιγμές που θα μιλούσα με τον Λάζαρο. Τα τηλεφωνήματα, τα μηνύματα. Οι διακοπές των Χριστουγέννων πλησίαζαν και γεμάτοι χαρά κάναμε σχέδια. Η αλήθεια είναι πως δεν κάναμε σχέδια για το που θα πάμε/τι θα δούμε/ποιούς θα συναντήσουμε. Τα σχέδια μας άρχιζαν και τελείωναν με τις συναντήσεις μας. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να είμαστε μαζί, τα υπόλοιπα ασήμαντα κι ανούσια. Υπήρχαν βέβαια και πρακτικά προβλήματα: κανείς από τους δυο δεν είχε δικό του σπίτι: ο Λάζαρος τότε έχτιζε το σπίτι του κι εγώ ζούσα ακόμα με τους γονείς. Αποφασίσαμε όμως πως ακόμα και αυτό ήταν πολύ μικρό για να μας απασχολήσει ιδιαίτερα. Για πρώτη φορά ανυπομονούσα τόσο να επιστρέψω στην Ελλάδα.
Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο, σχεδόν ξημερώματα, η γνωστή κατάσταση: γονείς και συγγενείς στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο για να υποδεχτούν τα ξενιτεμένα τους. Παιδιά που έλειπαν μήνες, παιδιά που είχαν αδυνατίσει, που είχαν βάψει το μαλλί, που είχαν τρυπήσει μύτες και αυτιά, παιδιά που κάποιοι τους είχαν πεθυμήσει.
Μέσα σε όλους αυτούς και οι γονείς μου. Κόμπιασα για μια στιγμή μόλις τους είδα. Σχεδόν ντράπηκα: απορροφημένη σε αισθήματα πρωτόγνωρα και δυνατά είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο πολύ μου είχαν λείψει. Πολύ μου είχαν λείψει. Έτρεξα και τους αγκάλιασα. Σφιχτά με τα μάτια κλειστά από ασφάλεια. Μόλις όμως τα άνοιξα, πίσω από τη πλάτη της μαμάς μου λίγα μέτρα πιο μακρυά τον είδα να κάθεται και να με κοιτάει.
Ο Λάζαρος ξανά. Στο ίδιο αεροδρόμιο που είχαμε πρωτοσυναντηθεί. Όπως είχα αγκαλιά τη μαμά μου ήθελα να της ψιθυρίσω "αν γυρίσεις πίσω σου θα δεις αυτόν που αγαπάω". Αλλά αυτό δεν γινόταν. Κι έτσι μέσα σε ελάχιστα λεπτά η ανάγκη να αγκαλιάσω τους γονείς μου είχε αντικατασταθεί από την ανάγκη να μυρίσω και πάλι το άρωμα του.
Είπα στους γονείς μου πως έπρεπε να πάω επειγόντως στη τουαλέτα και θα τους συναντούσα στο αυτοκίνητο. Μπλέχτηκα στο πλήθος χωρίς να κοιτάξω πίσω, βέβαιη πως με ακολουθούσε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ύφος του καθώς ορμούσε στην αγκαλιά μου: το ύφος ενός ανθρώπου που βρισκόταν έτη φωτός από τη δική του πραγματικότητα. Ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, χαμένος σε φωνές "πως άλλαξες έτσι!", σε κλάμματα και γέλια, σε αυτοκίνητα που ξεκινούσαν για να γυρίσουν σπίτι. Εγώ όμως δεν χρειαζόταν να μπω σε κανένα αυτοκίνητο. Το σπίτι μου ήταν ένα τόσο δα βηματάκι μακριά. Άνοιξε το μπουφάν του κι έβγαλε από μέσα το cd της Βανδή, τις "Προφητείες" στη δημοσιογραφική του έκδοση που είχε απαλλοτριώσει από μια φίλη του στη δισκογραφική εταιρεία. Δεδομένης της απέχθειας του σε αυτού του είδους τη μουσική το βρήκα εξαιρετικά γλυκό και σ' ένα βαθμό κρυφά σημειολογικό: σα να έλεγε πως μ' αγαπά ακόμα κι αν ακούω Βανδή. Ίσως να ήταν μια υπερβολική σκέψη αλλά, από τις πρώτες μέρες φαινόταν πως αυτό που για τους φυσιολογικούς ανθρώπους ήταν παραχώρηση για τον Λάζαρο ήταν άθλος. Ίσως πάλι αυτό να ισχύει για όλους τους ανθρώπους που έχουν κάνει χρόνια πια τις επιλογές τους και δεν τις διαπραγματεύονται. Ίσως βέβαια και αυτό να είναι μια αιώνια πλάνη. Πολλά 'ίσως' που έσβησαν μόλις φιληθήκαμε. Ζεστά, βιαστικά, λίγο φοβισμένοι μήπως μπει κάποιος, λίγο αδιάφοροι για το αν μπει κάποιος.
Κλείσαμε ραντεβού για το πρωί -δηλαδή λίγες ώρες αργότερα- στο Πασαλιμάνι, στο ρολόι. Χωρίσαμε μ' άλλο ένα βιαστικό φιλί και υποσχεθήκαμε πως αυτά θα ήταν τα ομορφότερα Χριστούγεννα.
Thursday, December 01, 2005
No 2, London Road
Πριν καλά καλά μπουν οι σκέψεις και τα συμπεράσματα σε λογαριασμό, πριν προλάβω να συνηθίσω στη νέα συναισθηματική τάξη πραγμάτων, πριν προλάβω ν' ανοίξω κανένα βιβλίο, πριν περάσουν 10 μέρες, ο Λάζαρος πετούσε για Αγγλία.
Ήμουν ενθουσιασμένη. Η συγκάτοικος μου θα κοιμόταν για λίγες μέρες στις φιλενάδες της που έμεναν πιο δίπλα κι έτσι θα είχαμε το σπίτι στη διάθεση μας. Θυμάμαι πως γυάλισα όλο το σπίτι. Θυμάμαι πως γέμισα το ψυγείο με τα καλούδια του κόσμου. Θυμάμαι πως μου έσπασε το βαζάκι της μαγιονέζας όσο έφτιαχνα μια κοτοσαλάτα με αποτέλεσμα στη πρώτη μπουκιά να βρούμε ένα κομμάτι γυαλί σα χαλίκι. Θυμάμαι πως άφησα ένα κερί με άρωμα βανίλιας να καίει στο δωματιάκι μου πριν κλείσω την πόρτα για το αεροδρόμιο.
Ξανά σε αεροδρόμιο. Τον περίμενα με τόση λαχτάρα. Σχεδόν δεν θυμόμουν το πρόσωπο του. Θυμόμουν μόνο την αίσθηση του. Και την ταχυπαλμία, ίδια με την προηγούμενη φορά. Μέχρι να τον δω να βγαίνει από την πύλη με το κίτρινο μπουφάν του και ένα χαμόγελο μεγαλύτερο κι από των μαθητών όταν χτυπάει το κουδούνι για διάλειμμα. Μεγάλο χαμόγελο. Από εκείνα τα γεμάτα ευτυχία. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και ξαναμύρισα την κολώνια του. Και σκέφτηκα αυτό που είπε η Λίζα στον Κόλγουιν στο "Κρούλ": "I've chosen well".
Περπατούσαμε και αγγιζόμασταν, φιλιόμασταν πεταχτά, βιαζόμασταν. Στο λεωφορείο της επιστροφής ήμασταν ένα από αυτά τα ζευγάρια που σιχαίνεσαι να βλέπεις: τυλιγμένοι ο ένας με το σώμα του άλλου, να αγγίζονται σχεδόν σα να κάνουν έρωτα. Προσωπικά τα αποκαλώ 'τα ζευγάρια της ντροπής' αλλά, αργά ή γρήγορα όλοι λίγο πολύ κάνουμε αυτά που κοροιδεύουμε.
Kάναμε έρωτα πριν ακόμα φτάσουμε στο δωμάτιο μου. Κοιταζόμασταν σα να μην πιστεύαμε πως αγγίζαμε ξανά ο ένας τα χείλη. Γενικά αυτό το αίσθημα της δυσπιστίας κράτησε. Κράτησε. Για πόσο δεν λογαριάζω ακόμα.
Ακολούθησε η ιεροτελεστία της βαλίτσας. Τα δώρα. Οι σοκολάτες, πολλές πάρα πολλές σοκολάτες. Και μουσικές. Τραγούδια που μας ταίριαζαν. Τραγούδια που ποτέ του δεν άκουγε αλλά τώρα ευνοούσε. Κι ένα δικό του αγαπημένο πουκάμισο, χάρισμα και ανταπόδωση. Παιχνίδια, περιοδικά, όλα διαλεγμένα αχόρταγα μέχρι να φτάσουν στα χέρια μου. Μετά ήρθαν οι βόλτες. Οι περίπατοι, η ξενάγηση στο πανεπιστήμιο, η γνωριμία με τη συγκάτοικο και τους φίλους. Τον συμπάθησαν αν και η διαφορά της ηλικίας ήταν κάτι που ξένιζε στους περισσότερους. Ειδικά όταν ένα βράδυ μας ανάγκασε να δούμε το "Θεώρημα" του Παζολίνι στο βίντεο το χάσμα των γενεών φάνηκε αγεφύρωτο. Τώρα βέβαια που το ξανασκέφτομαι, ίσως οι φίλοι μου να βρήκαν μια πρόφαση για να δείξουν την αντίθεση τους στη σχέση μας. Αυτό είναι βέβαια μια σκέψη που με κάνει να ντρέπομαι. Για τους φίλους μου.
Γενικά αυτή τη φορά στην Αγγλία επιβεβαιώθηκε ό,τι ζήσαμε στην Αθήνα πριν λίγο καιρό: δεν είχαμε σχεδόν τίποτα κοινό μεταξύ μας. Μας έδενε όμως μια απίθανη δίψα ν' αγαπήσουμε αυτές τις άλλες ζωές. Τους άλλους κόσμους. Μιλούσαμε για πράγματα καθημερινά και ασήμαντα χωρίς να χάνουμε κουβέντα από τα λόγια του άλλου. Μιλούσαμε και το παραμικρό είχε τεράστιο ενδιαφέρον. Ίσως να ήταν και οι φωνές μας. Ίσως αυτές να ήταν τα τραγούδια του έρωτα μας που θέλαμε να παίζουν ξανά και ξανά.
Ο Λάζαρος ανακάλυψε πως είναι να γίνεσαι 25 ξανά και να κάθεσαι στην ουρά του σινεμά, Κυριακή βράδυ με όλους τους φοιτητές για να δεις την "Έκτη Αίσθηση". Ανακάλυψε ξανά πως είναι να μπαίνεις σ' ένα μηχάνημα αυτόματων φωτογραφιών και να αγκαλιάζεσαι σφιχτά, ελπίζοντας να μείνεις για πάντα έτσι. Ανακάλυψε ξανά πως όταν ο αέρας σου σπάει την ομπρέλλα είναι καλύτερα να κρατάς σφιχτά το χέρι του άλλου. Ανακάλυψε πως τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ έχουν περισσότερη πλάκα όταν είσαι μέσα στο καρότσι. Ανακάλυψε πως είναι να είσαι ξένοιαστος και πάλι.
Εγώ ανακάλυψα πως είναι να φροντίζεις αυτόν που αγαπάς. Πως είναι να σε φροντίζει κάποιος που σ' αγαπάει. Πως είναι το πρωί αντί για καλημέρα να σφίγγεις το σώμα που αγαπάς. Ανακάλυψα πως είναι να μη νοιάζεσαι μόνο για 'σένα.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Και πολύ ευτυχισμένα.
Στο λεωφορείο της επιστροφής κοίταξε από το παράθυρο και μου είπε: "Nα το σπιτάκι μας".
Ήταν από εκείνες τις στιγμές ακόμα και τα δάκρυα φαίνονται λίγα και φτηνά.