Kαλοκαιρινές μέρες (α)
Ο Λάζαρος δεν έμαθε ποτέ αυτό που ήθελα να του πω εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο. Δεν υπήρχε άλλωστε λόγος: η στιγμή είχε περάσει και οι αμφιβολίες καλό είναι να μένουν κρυφές όταν χάνουν το νόημα τους.
Από εκείνη την ημέρα και για πολύ καιρό μετά υπήρξε μόνον ηρεμία. Έφυγα για τελευταία φορά για την Αγγλία. Ήταν η περίοδος των εξετάσεων. Γενικά εκείνη τη χρονιά δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα από το πανεπιστήμιο: πως διάβασα, πότε ξυπνούσα τα πρωινά για να πάω στα μαθήματα, πώς συγκεντρωνόμουν την ώρα που μας έδιναν τα θέματα και απαντούσα, είναι ένα μεγάλο μυστήριο! Το ακόμη μεγαλύτερο είναι πως περνούσα τα μαθήματα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Μαζί με αυτά είχα να τακτοποιήσω και το θέμα της μετακόμισης. Μετά από δυο χρόνια συγκατοίκησης, το ντουέτο της London Road χώριζε και θα ακολουθούσαμε τους διαφορετικούς μας δρόμους. Θυμάμαι την τελευταία μας μέρα να κλαίμε και αν είμαστε αγκαλιασμένες ανάμεσα σε κούτες και αντικείμενα. Σαν τα ζευγάρια που χώριζαν και μοίραζαν τα πράγματα και τις αναμνήσεις τους. Δυο χρόνια που σ’ εμένα έλειψαν πολύ μετά. Γιατί ό,τι και αν συμβαίνει ανάμεσα στους φίλους, όσο και αν ψυχραίνονται κάποιες ώρες, τίποτε δεν μπορεί να ξεθωριάσει τα ξενύχτια τους και να λύσει τους κόμπους που με τόση δυσκολία έδεσαν την οικογένεια που έστησαν σε μια ξένη χώρα. Οι άνθρωποι πάντα θα μαλώνουν, πάντα θα απομακρύνονται αλλά δύσκολα θα ξεχνάνε. Και οι αναμνήσεις είναι ένας δεσμός παντοτινός.
Γύρισα οριστικά στην Ελλάδα για σχεδόν 4 μήνες. Χωρίς διαβατήριο και χωρίς να σκέφτομαι πως θα πρέπει να μετράω με άγχος τις ημέρες με τον Λάζαρο. Σκεφτόμουν πως μπροστά μου είχα πολύ χρόνο για καλοκαίρι, για στιγμές, για ήλιο και διακοπές μαζί του.
Το θέμα μας εκείνο το καλοκαίρι ήταν το σπίτι που έχτιζε. Πολύ πιο σύντομα και πολύ ευκολότερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς έγινε το σπίτι που χτίζαμε. Ξεκίνησα πάλι δουλειά στο γραφείο του Λάζαρου αλλά η αλήθεια είναι πως πήγαινα περίπου 2 με 3 φορές την εβδομάδα. Χρησιμοποιούσαμε τη δουλειά περισσότερο σαν πρόσχημα για να βλεπόμαστε σε καθημερινή βάση και να πηγαίνουμε στο σπίτι. Πολύ σύντομα έγινα η βοηθός του Λάζαρου σε όλες τις δουλειές. Φτιάχναμε τα ντουλάπια, βάφαμε, τρίβαμε πατώματα, σκάβαμε τον κήπο, μεταφέραμε μπάζα. Ο Λάζαρος, όπως σας έχω ξαναπεί, ήθελε κυριολεκτικά να φτιάξει το σπίτι με τα δυό του χέρια. Κι έγω ακολουθούσα. Ίδρωνα, αγκομαχούσα, πολύ συχνά βαριόμουν και ήθελα να πάω να βρω τους φίλους μου στη παραλία αλλά μέρα με την ημέρα έβλεπα αλλαγές στο σπίτι. Μικρές, πολύ μικρές αλλαγές. Κι εκεί που χτες δεν υπήρχε τίποτε, σήμερα είχε αρχίσει να φαίνεται κάτι. Με πολύ κούραση και πιασμένους μυς άρχισα να μοιράζομαι και ουσιαστικά πλέον το όνειρο του Λάζαρου. Άρχισα να διακοσμώ με τη φαντασία μου το σπίτι. Να μας σκέφτομαι να ζούμε εκεί, να περνάμε τη ζωή, τις μέρες και τις εποχές μας εκεί. Άρχισα να φαντάζομαι τα απογεύματα που θα επιστρέφαμε από τη δουλειά, τις Κυριακές που θα μας επισκέπτονταν φίλοι, τις γιορτές και τις ώρες της γαλήνης. Όσο και αν αρνείσαι να φτιάξεις τέτοιες εικόνες στο μυαλό σου, όσο και λες πως είναι κάπως άσκοπο να βλέπεις τόσο ‘μετά’ στη ζωή σου και κυρίως να δένεις το μέλλον σου με το μέλλον ενός ανθρώπου που σας χωρίζουν πολλά, μου ήταν αδύνατο να μην ονειρεύομαι. Μου ήταν αδύνατο να μην παρασύρομαι από τον Λάζαρο που μου έδειχνε που θα φτιάχν-αμε τι. Και καταλάβαινα από τον τόνο τις φωνής του πως αυτό ήθελε. Και δεν φαινόταν καθόλου μπερδεμένος: είχε αρχίσει να χτίζει το σπίτι των ονείρων του και ξαφνικά βρέθηκε να χτίζει ένα σπίτι με γνώμονα αυτό που ζούσαμε. Βρέθηκε να κουβεντιάζει με μια κοπέλα που ήξερε μόλις λίγους μήνες τη μοιρασιά στα τετραγωνικά που έβλεπε κάθε νύχτα για χρόνια στον ύπνο του. Να μου τηλεφωνεί αργά τη νύχτα για να με ρωτήσει αν θα μου άρεσε να αλλάζαμε θέση στη διαρρύθμιση ή πως θα μου φαινόταν αν δίν-αμε το τάδε σχήμα στον κήπο. Η εξήγηση σε όλο αυτό ήταν απλή: ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος που έδειχνε τον ίδιο ενθουσιασμό με τον Λάζαρο για εκείνο το σπίτι. Η οικογένεια του αδιαφορούσε πλήρως και το είχαν επισκεφτεί μόνο μια φορά, όταν ήταν ακόμα οικόπεδο. Η δε Τζέσικα , τη μια και μοναδική φορά που είχε πάει έμεινε στο αυτοκίνητο και όταν επέστρεψε ο Λάζαρος του είπε πως καλύτερα θα έκανε να το πούλαγε πριν πέσει η αξία της περιοχής.
Έτσι στο πρόσωπο μου ο Λάζαρος βρήκε κάποιον να μοιραστεί το όνειρο του. Και όχι μόνο αυτό αλλά βρήκε κάποιον που ό,τι οι άλλοι έβρισκαν περιττό και ανούσιο εγώ το έβλεπα μαγικό και πολύτιμο. Και αυτό για εκείνον έκανε όλη τη διαφορά του κόσμου. Για τον Λάζαρο ήταν μοναδικό πώς ξεχώριζα από χιλιόμετρα μακριά το σπίτι του στη πλαγιά. Για ‘μένα, ήταν εύκολο να διακρίνω το σπίτι μου.
Πριν τελειώσει ο Ιούνης, είχαμε κάνει ελάχιστα μπάνια στη θάλασσα αλλά, τα μαγιό μας ήταν κρεμασμένα στην αποθήκη του σπιτιού…μας!