Monday, April 10, 2006

Καλοκαιρινές διακοπές ( Β)

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν γεμάτο όμορφες στιγμές. Για την ακρίβεια, ζούσαμε τόσο καλά με τον Λάζαρο που δεν μπορώ να ξεχωρίσω συγκεκριμένες στιγμές ή ώρες. Τα πρωινά στη δουλειά ή στο σπίτι για δουλειές, το απόγευμα φαγητό, τα βράδια βόλτες. Είχαν περάσει πάνω από 8 μήνες που ήμασταν μαζί και εξακολουθούσαν να είναι λίγοι αυτοί που γνώριζαν για τη σχέση μας. Ακόμα όμως και μετά από τόσους μήνες εξακολουθούσαμε να μην έχουμε ανάγκη τη συντροφιά άλλων. Η καλύτερη παρέα ήταν ο ένας για τον άλλον.
Πολλές φορές βέβαια σκεφτόμουν μήπως αυτός ο τρόπος ζωής είχε μετατρέψει το αίσθημα σε εμμονή ή ακόμα και ψύχωση. Σ’ έναν βαθμό ίσως και να ήταν αλήθεια αυτό. Με τον Λάζαρο ζούσαμε ακόμα όπως τις πρώτες μας μέρες: θέλαμε μόνο να είμαστε μαζί. Φυσικά και υπήρχαν στιγμές που σκεφτόμασταν πως θέλαμε να δούμε φίλους και να διασκεδάσουμε ως το πρωί. Ειδικά εγώ που ώρες ώρες, η απομόνωση στην οικοδομή της εξοχής μου φαινόταν αδιανόητη για την ηλικία μου. Όμως, ειλικρινά ήταν λίγες αυτές οι στιγμές – και συνήθως μετά από συζητήσεις με φίλες που μεταβαλλόμουν σε έρμαιο των απόψεων τους. Το θέμα με τον Λάζαρο ήταν πως ήμασταν δυο άνθρωποι που απολάμβαναν, τόσο εγώ όσο κι εκείνος, τη μοναχικότητα μας, την παρέα με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ποτέ δεν πλήτταμε μόνοι μας, ποτέ δεν βαριόμασταν. Έτσι όταν βρεθήκαμε ήδη ξέραμε πώς μοιράζονται οι σιωπές, οι μοναχικές στιγμές, τα φλύαρα απογεύματα και όλα τα συναφή. Αυτή η ασφάλεια του να κάνεις ό, τι θέλεις και να φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό στον άλλον μας είχε κρατήσει μακριά από τον κόσμο για αρκετό καιρό. Από την άλλη όμως, συνήθως η ανάγκη για συντροφιά τροφοδοτείται και από τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα που δημιουργεί το κάθε ζευγάρι…κάποιες φορές. Εμείς περνούσαμε υπέροχα. Δεν μαλώναμε, δεν εκνευριζόμασταν, δεν θυμώναμε, δεν δίναμε σημασία σε μικροπράγματα που θα μπορούσαν να μας χαλάσουν το κέφι. Αν και …
Ένα πρωινό, Σάββατο 1η Ιουλίου συγκεκριμένα, συναντηθήκαμε γεμάτοι χαρά για να πάμε στο σπίτι. Ο Λάζαρος κάπνιζε στο αυτοκίνητο με ανοιχτό τον κλιματισμό και κλειστά τα παράθυρα και του ζήτησα να ανοίξει τα παράθυρα γιατί θα μας κοβόταν η ανάσα. Ο Λάζαρος έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Πώς βρέθηκε ξαφνικά με μια σακούλα νεροπίστολα στο κεφάλι, πώς σταματήσαμε στη μέση της Αχαρνών και ουρλιάζαμε, πώς τον κλότσησα, πώς έλεγε ότι αν μπω στο αυτοκίνητο θα φώναζε την αστυνομία δεν κατάλαβα ποτέ. Με παράτησε σύξυλη στη λεωφόρο. Πήρα ένα ταξί και πήγα στο σπίτι…μας. Περίμενα κάτω από τον ήλιο, με τον φόβο πως ίσως να είχε αλλάξει γνώμη και να μην ερχόταν. Ευτυχώς ήρθε προτού πάθω θερμοπληξία. Δεν μιλήσαμε καθόλου – δεν του έκανε και ιδιαίτερη εντύπωση που με βρήκε έξω από τη πόρτα αγκαλιά με τα νεροπίστολα, τουλάχιστον έτσι έδειξε γιατί θα μπορούσα να ορκιστώ πως τον είδα να του ξεφεύγει ένα χαμόγελο όπως ανέβαινε τον δρόμο και συνειδητοποίησε πως τον περίμενα. Εκείνη την ημέρα, δεν μιλήσαμε μέχρι αργά το απόγευμα. Οι μόνες στιγμές που μου απηύθυνε τον λόγο ήταν για εντολές του τύπου «φέρε μου την τανάλια/πιάσε το σβουράκι/ μη κυνηγάς τις μέλισσες, θα σε τσιμπήσουν» και διάφορα τέτοια. Όταν τελειώσαμε τις δουλειές με πήρε αγκαλιά, μου έδωσε κάτι cds κι ένα γαλάζιο filofax που είχε κινηματογραφικά πόστερ στους σελιδοδείκτες του και, μου είπε να μην ξαναχτυπήσω τόσο δυνατά τη πόρτα της Λαμέ – έτσι είχαμε βαφτίσει το αυτοκίνητο. Case closed.
Αυτό τον καυγά θυμάμαι. Δεν χρειάστηκε να διαφωνήσουμε για κάτι άλλο. Ούτε καν για τη Τζέσικα όταν κάποια στιγμή αρρώστησε και μας χάλασε μια εκδρομή – από τις ελάχιστες που είχαμε κανονίσει. Δεν είχε εξάλλου νόημα κι εγώ θα ήμουν φριχτή σκύλα αν δημιουργούσα θέμα. Κάποιες στιγμές είχα ακούσει (κρυφακούσει είναι βέβαια το σωστό ρήμα) τον Λάζαρο να κανονίζει κάτι που τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά ακουγόταν σαν διακοπές μαζί με τη Τζέσικα. Θεώρησα όμως πως θα ήταν προτιμότερο να αφήσω τον ίδιο να μου μιλήσει όταν θα αποφάσιζε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή – ήλπιζα πως αυτή η στιγμή δεν θα ήταν το πρωινό που θα έπαιρναν το πλοίο για κάποιο νησί. Η ιδέα των χωριστών διακοπών το πρώτο κιόλας καλοκαίρι που ήμασταν μαζί με το Λάζαρο με στεναχωρούσε ιδιαίτερα αλλά, μετά το παράδειγμα των Χριστουγέννων και του Πάσχα ήμουν προετοιμασμένη ακόμα και γι’ αυτό. Δεν το ευχόμουν αλλά το περίμενα. Και συνήθως ό, τι φοβάσαι ή περιμένεις σου συμβαίνει.
Μετά ήρθε ο Δεκαπενταύγουστος, οι επεισοδιακές διακοπές, η μετακόμιση του Λάζαρου στο σπίτι μου και πέρασε το καλοκαιράκι. Α, και ο βιβλιοπώλης. Αυτόν δεν πρέπει να τον ξεχνάω.

9 Comments:

Blogger Souzi Grammatikou said...

Από την Τετάρτη 12/4 καθημερινό επεισόδιο γιατί το mail μου έχει περισσότερα μηνύματα παραπόνων κι από τα McDonalds! Τουλάχιστον θα προσπάθώ! Σας φιλώ πολύ.

7:30 AM  
Blogger €lisavet said...

Ax bravo!
Τι έγινε με τον βιβλιοπώλη λοιπόν; :)

9:19 AM  
Anonymous Anonymous said...

Καλά αν μπορέσεις και το κάνεις καθημερινό θα περάσεις σε 'τηλεθέαση' και τη βέρα στο δεξί. Φιλιά και συνέχισε έτσι
Υ.Γ: Σχεδόν πάντα οι φοβίες μας βγαίνουν πραγματικές, γι'αυτό και πρέπει να τις ξεπερνάμε όταν τις συνειδητοποιούμε

1:08 AM  
Blogger Chrisa said...

Βιβλιοπώλης;;;;

4:04 AM  
Blogger Chaca-Khan said...

Γεια σου ρε Σουζάρα!!

4:51 AM  
Blogger nonplayer said...

Κανόνισε τώρα ο βιβλιοπώλης να ναι κανά ωραίο τεκνό... Στο λέω, θα μπω στην ιστορία σου!

4:59 AM  
Blogger Idάκι said...

Σούζι... ένα τεράστιο χαμόγελο από εμένα!!!

Συνεχίζεις να ακολουθείς το mood μου... ή εγώ το δικό σου?!!!

5:21 PM  
Anonymous Anonymous said...

Very nice site! »

6:49 AM  
Anonymous Anonymous said...

Keep up the good work » »

5:53 AM  

Post a Comment

<< Home