Sunday, November 04, 2007
Friday, January 12, 2007
Κάθε τέλος κι αρχή...
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να κλείσω το μπλογκ. Να πατήσω ένα κουμπί και να σβηστεί σα να μην υπήρξε ποτέ, σα να ήταν μια καλά μοιρασμένη ψευδαίσθηση. Μπορεί να υπήρξα ασυνεπής αλλά δεν θα ήθελα να φορτωθώ και το επίθετο 'άδικη'.
Ήθελα να σας πω ότι η αφήγηση της ιστορίας τελειώνει εδώ. Για την ακρίβεια έχει τελειώσει εδώ και αρκετό καιρό αλλά αν δεν μπει η τελευταία μολυβιά, κανένας κύκλος δεν κλείνει. Σταματάω όχι γιατί δεν έχω χρόνο ή διάθεση ούτε γιατί περνώ προσωπικά θέματα που δυσκολεύουν την εξιστόρηση. Σταματάω γιατί η ιστορία με τον Λάζαρο δεν υπάρχει πια μέσα μου. Και αυτό οφείλεται σε τούτες τις γραμματοσειρές.
Όταν ξεκίνησα να γράφω ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μια υπέροχη ιστορία αγάπης που πέρα από τις δυσκολίες της δεν έπαψα στιγμή να την αντιμετωπίζω σαν παραμύθι. Δεν έγραψα καμία ανακρίβεια και προσπαθούσα να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική απέναντι στα πρόσωπα, τα γεγονότα και κυρίως τη ζωή μου. Πιστεύω πως το κατάφερα. Αυτό όμως που είχα παραβλέψει ήταν πως η μπαταρία που φόρτιζε αυτό το μπλόγκ δεν ήταν άλλη από τον ίδιο τον καημό που έκανα πως δεν ένιωθα. Έναν καημό που είχα πάντα για τα όσα μοιράστηκα με τον Λάζαρο, για όσα κρατήσαμε,για όσα πετάξαμε μα κυρίως για το πόσο ανεπανόρθωτα και τελεσίδικα αλλάξαμε.
Εδώ και καιρό όμως, αυτός ο καημός δεν υπάρχει πια. Χάθηκε μια ακαθόριστη στιγμή στους μήνες που μεσολάβησαν, χωρίς καν να το καταλάβω. Γι' αυτό και τα τελευταία ποστ ήταν τόσο αραιά: τα έγραφα γιατί τα περιμένατε όχι γιατί έπρεπε να φανερωθεί ένα νέο κομμάτι όσων ζήσαμε.
Λυπάμαι που κλείνω αυτό το λαθραίο μπλόγκ. Το άνοιξα παράλληλα με το πραγματικό μου μπλόγκ χωρίς να τα συνδέσω μόνο και μόνο γιατί αυτό ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου που έπρεπε να αποσπάσω απ' οτιδήποτε άλλο.
Δεν ξέρω τι συνέβη, πώς συνέβη και πότε. Ξέρω όμως πως μια πληγή που κουβαλούσα εδώ και καιρό έχει κλείσει οριστικά. Και χαίρομαι γιατί έμειναν οι αναμνήσεις και όχι τα φαντάσματα. Και ό,τι όμορφο και ανεμπόδιστο από το παρελθόν κρύβεται στο μέλλον. Και τώρα πια ξέρω πως αυτός είναι πιο γλυκός αναστεναγμός που μπορεί να γεννήσει το στήθος του ανθρώπου: ελευθερία από αυτό που πέρασε.
Δεν ξέρω αν έγινα καλύτερος άνθρωπος, ξέρω όμως με βεβαιότητα πως έκανα ένα βήμα πιο πέρα. Μπροστά. Και αυτό, να θυμάστε, πως είναι μεγάλη υπόθεση.
Θα ήθελα να ήξερα πολλές λέξεις για να σας ευχαριστήσω με τους χιλιάδες τρόπους που νιώθω. Γιατί ξέρω καλά, κι εσείς το ξέρετε, πως σε αυτή την ιστορία όλοι είδατε ένα κομμάτι του εαυτού και των αισθημάτων σας. Νιώθω πως σας μοίρασα αυτό που με βάραινε σε τόσα πολλά μικρά κομμάτια που στο τέλος χάθηκε. Σα να έκοβα κομμάτια από το βουνό μέχρι να γίνει πεδιάδα. Και τώρα μπορώ να δω τι κρυβόταν τόσο καιρό από πίσω. Ίσως να απογοητεύω κάποιους που θεωρούσαν πως είμαι πιο δυνατή από εκείνους. Σας το είχα πει όμως από την αρχή: αυτή είναι μια ιστορία τόσο απλή και καθημερινή όσο και εμείς οι ίδιοι.
Σας ευχαριστώ για τα λόγια και κυρίως για τα αισθήματα σας. Για όποιο κομμάτι της ζωής σας μου επιτρέψατε να αγγίξω. Σας ευχαριστώ για την ειλικρίνεια, το θάρρος και χίλια άλλα που πραγματικά αδυνατώ να εκφράσω. Όσες φορές και αν το γράψω θα είναι λίγες σε σχέση με αυτό που νιώθω για την παρουσία σας. Ίσως να μην σας γνωρίσω ποτέ αυτό όμως δεν σας κάνει λιγότερο πολύτιμους. Με βοηθήσατε να κερδίσω μια μάχη που έδινα ερήμην μου και νιώθω πως πολεμήσατε εσείς αντί για 'μένα. Από τα βάθη της καρδιάς μου, σας ευχαριστώ. Πολύ σας ευχαριστώ.
Σούζυ Γραμματικού
Wednesday, November 01, 2006
Οι καινούριοι παλιοί φόβοι
Οι διακοπές των Χριστουγέννων έφτασαν πολύ γρήγορα. Η πρώτη χρονιά με τον Λάζαρο είχε κυλήσει τρομακτικά γρήγορα. Τα συναισθήματα μέσα σε κάτι παραπάνω από 12 μήνες είχαν γιγαντωθεί, η εξάρτηση μας έσπρωχνε σε ακρότητες και το πάθος μας είχε σαρώσει πολλές φορές, όχι μόνο τις ζωές μας αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Εικόνες, στιγμές, μυρωδιές, αγγίγματα που μας σημάδευαν, γέμιζαν μέρα με τη μέρα την αποθήκη της κοινής μας πορείας. Ήταν γεγονός πως από τη μέρα που γνωριστήκαμε οι ζωές μας είχαν αλλάξει. Ήταν γεγονός πως κάτι βαθιά μέσα μου είχε από μόνο του αποφασίσει πως ο Λάζαρος θα ήταν ο άνδρας που θα ζούσα στο πλευρό του. Και ποτέ δεν αμφέβαλλα πως το ίδιο ήθελε κι εκείνος. Υπήρχε όμως και άλλο ένα γεγονός που δεν μπορούσα να παραβλέψω.
Όσο κι αν είχε αλλάξει η συναισθηματική μας ζωή, η πραγματικότητα δεν είχε αλλάξει και πολύ. Και ιδίως τα αγκάθια. Ένας χρόνος είχε τρέξει με ταχύτητα αλλά ο κόσμος μας παρέμενε πεισματικά σταθερός: η Τζέσικα, τα μυστικά που έσερνε η παρουσία της, οι υπεκφυγές, τα ψέματα, ο μυστήριος δεσμός που τους έδενε. Συνήθως ο κόσμος τρέχει κι εσύ μένεις σταθερός. Στην περίπτωση μας συνέβαινε το ακριβώς ανάποδο. Δεν καταλάβαινα πώς. Δεν μπορούσα να το αξιολογήσω.
Είχαν μαζευτεί πολλοί κόμποι. Πολλές σκιές. Και το χειρότερο, όλα επαναλαμβάνονταν. Γκρίνια, καχυποψία, στιγμές που το πάθος μεταβαλλόταν σε τρέλλα… ίσως ακόμα και μίσος. Και μέσα σε όλα αυτά, μ’ έναν τρόπο μαγικό εξακολουθούσαμε να τροφοδοτούμε αυτό που ονομάζαμε ‘αγάπη’. Ίσως η πηγή να βρισκόταν στις ανάγκες που είχαμε. Ίσως πάλι και στο πείσμα μας να νικήσουμε. Δυστυχώς όμως κανένας πόλεμος δεν κερδήθηκε από τα καταφύγια. Πόσο μάλλον όταν ο εχθρός είναι αόρατος και νιώθεις κάθε στιγμή την ανάσα του στο λαιμό σου. Ακόμα και όταν δεν είναι εκεί. Αυτό που δεν βλέπεις ή αγνοείς αλλά ξέρεις πως πρέπει να νικήσεις, μπορεί να σε κατασπαράξει. Ακόμα και αν μείνει μόνο μια ιδέα στο μυαλό σου.
Όλα αυτά δεν τα σκεφτόμουν τότε. Ή μάλλον τα σκεφτόμουν με έναν πολύ απλοποιημένο τρόπο: πως θα αντιμετώπιζα για δεύτερη χρονιά την απουσία του Λάζαρου τις μέρες των Γιορτών? Τι θα του απαντούσα όταν θα μου έλεγε πως δεν θα περνούσαμε μαζί εκείνες τις μέρες γιατί η θέση του έπρεπε να είναι στο πλευρό της Τζέσικα? Είχε περάσει ένας χρόνος και ήξερα πολύ λίγα γι’ αυτήν. Σχεδόν όσα και 365 μέρες πριν. Το όπλο μου θα ήταν η στεναχώρια και η γκρίνια. Πολύ, πολύ κακοί σύμβουλοι στην ώρα της κρίσης – όπως πολύ καλά γνωρίζετε. Αποφάσισα λοιπόν, για άλλη μια φορά, να μην συζητήσω τίποτε παρά μόνο όταν φτάσει η κατάλληλη στιγμή.
Αγνοούσα όμως πως και ο Λάζαρος είχε την ίδια ανησυχία. Και όχι μόνο αυτό αλλά είχε βρει και λύση στο πρόβλημα. Είχε καταφέρει να βγει από το δίλημμα και τη δύσκολη θέση με δεξιοτεχνία. Είχε ήδη αποφασίσει πως δεν ήθελε να ξαναζήσει τα δράματα της προηγούμενης χρονιάς. Είχε ήδη αποφασίσει πως αυτά θα ήταν πραγματικά ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Δεν θα διάλεγε ανάμεσα σ’ εμένα ή την Τζέσικα. Θα περνούσε τις γιορτές και με τις δυο μας. Ταυτόχρονα.
Souzi's tunes: Interlude - Morrissey & Siouxsie
Wednesday, October 18, 2006
Aναζητήσαμε κάτι παλιό
Ήρθε ένα βράδυ απροειδοποίητα.
Για ώρες δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα μου, με τον ίδιο τρόπο που δεν απαντούσε στην απόγνωση μου εδώ και καιρό. Όταν τελικά μου τηλεφώνησε είχε ήδη φτάσει στο Χήθροου κι επιβιβαζόταν στο λεωφορείο. Ταχτοποίησα όπως όπως το σπίτι και πήγα στο λιμάνι να τον συναντήσω.
Φορούσε εκείνο το κίτρινο μπουφάν που το έκανε να μοιάζει νεαρός, πολύ νεαρός. Σα να τον έβλεπα για πρώτη φορά. Σας το’χω ξαναπεί νομίζω: ακόμα και σε στιγμές που η κοινή μας ζωή ήταν ένα βήμα πέρα από τον γκρεμό ακόμα και τότε ήταν σαν τον συναντούσα πρώτη φορά. Αυτός όμως ο ερχομός του ήταν και κυριολεκτικά μια νέα φορά.
Τον έβλεπα να αποβιβάζεται από το λεωφορείο και τον καμάρωνα. Αλλά και λίγο τον φοβόμουν. Η ανάγκη να είμαστε μαζί είχε μετατραπεί σε εμμονή. Η εμμονή από την αρρώστια χωρίζονται από ένα διάφανο παραβάν και πολύ συχνά η μια κρυφοκοίταγε την άλλη. Θυμός, νεύρα, ζήλια, μοναξιά, ανακρίσεις, ψέματα, πολλά ψέματα. Οι μέρες που ήμασταν χώρια πέρασαν δύσκολα και είχαμε πολλά να κουβεντιάσουμε. Και ήταν σχεδόν βέβαιο πως δεν θα συμφωνούσαμε σε τίποτε. Όχι γιατί δεν θα θέλαμε αλλά γιατί όταν δυο άνθρωποι θέλουν να δώσουν μάχη μέχρι τελικής πτώσης για την κατάκτηση του άλλου, κάθε λογικό επιχείρημα είναι ένα ακόμα εμπόδιο που πρέπει να γκρεμιστεί. Πάση θυσία.
Για καλή μας τύχη, έτσι ένιωθε και ο Λάζαρος. (Το ‘καλή μας τύχη’ είναι ένα σχήμα λόγου βεβαίως: πόσο καλή μπορεί να είναι η τύχη δυο ανθρώπων που γεμίζουν την αποθήκη της ζωής τους με εκκρεμότητες?!) Σχεδόν σιωπηλά αποφασίσαμε πως δεν είχαμε τίποτε άλλο να πούμε πέρα από το πόσο πολύ αγαπιόμαστε. Τίποτε άλλο να κάνουμε εκτός από το να μένουμε αγκαλιά στο κρεβάτι ή να ψωνίζουμε για το σπίτι μου. Τίποτε άλλο αστείο πέρα από τις προσπάθειες μας να μαγειρέψουμε το αρνάκι που είχε φέρει ο Λάζαρος από την Ελλάδα. Προσπαθούσαμε να γυρίσουμε στην ξενοιασιά του πρώτου ταξιδιού του, στην ορμή των πρώτων ημερών. Είχε όμως περάσει ένας ολόκληρος χρόνος κι αυτό έστω κι αν ημερολογιακά δεν σημαίνει πολλά, στη κοινή ζωή δυό ανθρώπων μπορεί να ισοδυναμεί με … (συμπληρώστε εσείς). Εγώ δεν ένιωθα πια κοριτσάκι κι αυτό φαινόταν ακόμα κι από το πρόσωπο μου. Και το γέλιο μου που κοβόταν ώρες ώρες απότομα.
Μέσα σε αυτό το απροσδιόριστο κλίμα, ήρθε να προστεθεί κι ένα ανεξήγητο γεγονός. Ένα από μια σειρά ανεξήγητων που θα συναντούσαμε στη πορεία.
Το πρώτο πρωινό που ξυπνήσαμε μαζί, ανακαλύψαμε πως είχα ψείρες – και δυστυχώς όχι στο κεφάλι. Όχι δεν το είχα καταλάβει, όχι δεν τις είχα δει. Ποτέ δεν κατάλαβα. Όπως και ποτέ δεν κατάλαβα πως βρέθηκαν. Η πρώτη μου σκέψη ήταν εκείνος ο βιβλιοπώλης αλλά αμέσως τον απέκλεισα γιατί ποτέ δεν γδύθηκα όταν συναντηθήκαμε. Κι άλλωστε είχε περάσει τόσος καιρός από εκείνο το φριχτό πρωινό. Σκέφτηκα πως ίσως να οφείλονταν σε κάποιο εσώρουχο που είχα φορέσει από τις βαλίτσες της προηγούμενης χρονιάς. Αλλά ούτε την προηγούμενη χρονιά μου είχε συμβεί τέτοιο περιστατικό. Θα το δικαιολογούσα αν είχα επαφή με ανθρώπους βρώμικους αλλά το τελευταίο διάστημα η μόνη μου συντροφιά ήταν ο εαυτός μου και οι ταινίες από το κοντινό βίντεο κλαμπ. Φυσικά ο Λάζαρος δεν ήταν διατεθειμένος να πιστέψει τον προβληματισμό μου. Πόσο μάλλον όταν η φαρμακοποιός που επισκεφθήκαμε έβαλε την ταφόπλακα στην ενοχή μου: μεταδίδονται μόνο με σεξουαλική επαφή.
Το χειρότερο μέσα σε όλα αυτά ήταν πως όταν πετάξαμε τα σεντόνια και όλα τα εσώρουχα μου ήταν σα να πετάξαμε από τη ζωή μας κι αυτό το περιστατικό. Χωρίς να το εξηγήσουμε, χωρίς να το ερμηνεύσουμε, χωρίς να το λύσουμε το πετάξαμε στα σκουπίδια και συνεχίσαμε. Ο καθένας με το δικό του συμπέρασμα. Και άλλο ένα βάρος στη πλάτη μας. Άλλη μια σιωπή που μπήκε σαν μέση και τέλος μετά την αρχή μιας ιστορίας.
Περπατούσαμε χέρι χέρι στους δρόμους και ήταν ξεκάθαρο στο βλέμμα μας το ερωτηματικό. Πήγαμε εκδρομές, κάναμε έρωτα, ξαγρυπνήσαμε αλλά αυτό που έμπαινε σιγά σιγά ανάμεσα μας υποκρινόμαστε πως δεν το βλέπαμε. Και το αφήναμε να κερδίζει έδαφος.
Όταν έφυγε ο Λάζαρος έκρυψε ένα σημείωμα στα τετράδια μου που έγραφε «Πέρασα πραγματικά υπέροχα στο όμορφο σπιτάκι σου. Σε 10 μέρες στο Ελληνικό, αγάπη μου». Σε 10 μέρες πράγματι θα συναντιόμασταν στο Ελληνικό για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές. Αυτή ήταν μια αλήθεια. Το πρώτο μέρος του σημειώματος ήταν ένα καθησυχαστικό ψέμα. Τόσο σ’ εμένα, όσο και στον εαυτό του. Αλλά οι προσπάθειες μας για να κρατηθούμε σε αυτό που είχα μάθει να αγαπάμε είχαν ήδη αρχίσει να ξεπερνούν τα όρια μας.
Souzi's tunes: The first time ever I saw your face by Roberta Flack
Thursday, June 08, 2006
The closest thing to crazy
Ένα βράδυ πήγα μόνη μου σινεμά για να δω «Το κελί» με τη Τζένιφερ Λόπεζ. Η ταινία τελείωσε γύρω στις 11. Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο, κοντά στο πάρκινγκ μια παρέα νεαρών στην ηλικία μου περίπου έπινε και γέλαγε δυνατά. Περνώντας από εκεί ένας από αυτούς άρχισε να σφυρίζει και να μου μιλάει, στην αρχή με μεθυσμένο χιούμορ στη συνέχεια χυδαία. Στην αρχή μόνος του, στη συνέχεια μαζί με τους φίλους του. Συνέχισα να περπατώ χωρίς να απαντώ αλλά πριν φτάσω στη διάβαση, έτρεξαν και με πρόλαβαν. Ήταν τέσσερα μεθυσμένα αγγλόπουλα με ανάσα αφόρητη από τη μπύρα. Με φριχτά γκέτο χρυσά κοσμήματα και φαρδυά ρούχα. Πριν προλάβω να τους αποφύγω, τα βρωμερά χνώτα τους με είχαν τυλίξει σαν πηχτή ομίχλη και το χέρι του ενός έπιανε άγαρμπα τον γοφό μου. Του έδωσα ένα δυνατό χαστούκι αλλά, το δικό του ήταν δυνατότερο και μέσα σε δευτερόλεπτα ένιωσα το αίμα να τρέχει ζεστό από τα ρουθούνια μου. Σήκωνα με δύναμη τα χέρια και τα πόδια μου χωρίς να βλέπω ελπίζοντας πως κάποιον θα χτυπήσω μέσα στον πανικό και τον φόβο μου όμως αισθανόμουν την ίδια στιγμή ξένα χέρια να προσγειώνονται στο πρόσωπο και στο σώμα μου.
Ξαφνικά όλα σταμάτησαν και οι τέσσερις φίλοι το έβαλαν στα πόδια. Με κλειστά μάτια άκουγα τα βήματα τους να απομακρύνονται και άλλα, λιγότερα αυτή τη φορά, να πλησιάζουν. Ευτυχώς το εμπορικό κέντρο που στεγαζόταν ο κινηματογράφος, και μαζί με αυτό και οι εξωτερικοί χώροι, φυλασσόταν. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας στο St. Mary’s Hospital και στο αστυνομικό τμήμα. Γύρισα σπίτι τα ξημερώματα, απενεργοποίησα το τηλέφωνο και κοιμήθηκα με σχεδόν παραμορφωμένο πρόσωπο.
Εκείνο το διάστημα η Τζέσικα προετοίμαζε την έκδοση ενός βιβλίου της. Θα κυκλοφορούσε λίγο πριν τα Χριστούγεννα και ο Λάζαρος είχε αναλάβει την καλλιτεχνική επιμέλεια και το ‘στήσιμο’ όλου του βιβλίου. Ώρες ατελείωτες στο γραφείο, στο ατελιέ, μπροστά από έναν υπολογιστή οργανώνοντας εικόνες, λέξεις και γραμματοσειρές. Συνεχείς συναντήσεις με τους εκδότες και τη Τζέσικα, ξενύχτια και χρόνος ελάχιστος ακόμα και για τον ύπνο. Μιλούσαμε ελάχιστα στο τηλέφωνο και τις περισσότερες φορές ήταν τόσο κουρασμένος που αποκοιμόταν. Μου είχε υποσχεθεί πως στο τέλος του Οκτώβρη θα ερχόταν να με δει. Είχε μπει ο Νοέμβρης και οι ημερομηνίες αναβάλλονταν συνεχώς. Η μιζέρια και η μοναξιά γέμιζαν τις μέρες μου. Και η ζήλεια. Μεγάλη ζήλεια. Όχι γιατί θα μπορούσε να συμβεί κάτι ερωτικό ανάμεσα στον Λάζαρο και τη Τζέσικα λόγω της καθημερινής τους επαφής. Τρελαινόμουν όμως στην ιδέα πως δημιουργούσαν κάτι από κοινού και ήξερα πως μια τέτοια μοιρασιά είναι ένας δεσμός που δεν μπορείς εύκολα να σπάσεις – και μαζί με αυτόν και όλες τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την ανάθεση μιας τέτοιας δουλειάς. Ξαφνικά συνειδητοποιούσα πως στη σχέση τους υπήρχε κι ένα ακόμα επίπεδο που δεν είχα αναγνωρίσει: είχαν κι επαγγελματικές σχέσεις. Ίσως να ακούγεται λίγο ή ανούσιο αλλά είναι ένας πολύ σφιχτός δεσμός ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Όταν σε μια σχέση δημιουργηθεί επαγγελματική εξάρτηση τότε, έστω και άθελα μας, κάνουμε την ανιδιοτέλεια δόλωμα και την ευγνωμοσύνη αγκίστρι. Είναι γνωστό όμως πως ο έρωτας είναι ένα απόλυτα εγωιστικό συναίσθημα. Και εξαιρετικά παρανοϊκό.
Έτσι κι εγώ σκαρφίστηκα αυτή την ιστορία του ξυλοδαρμού. Είχα σκοπό να υπενθυμίσω – έστω και με αυτό τον ακραίο τρόπο- στον Λάζαρο πως ήμουν εκεί. Και πως ζούσα για εκείνον. Η αλήθεια ήταν πως εκείνο το βράδυ είχα γυρίσει στο σπίτι αμέσως μετά την ταινία και χαμήλωσα την ένταση των τηλεφώνων. Ο Λάζαρος καλούσε ως αργά και από νωρίς το επόμενο πρωί. Όταν τελικά του απάντησα στο τηλέφωνο ή χροιά της φωνής του ήταν φανερά εκνευρισμένη, μ’ ένα καλά κρυμμένο σημάδι ανησυχίας. Αρχικά δεν πίστεψε την ιστορία. Ήξερε άλλωστε πως εγώ δεν έμπλεκα σε καυγάδες αλλά ούτε και τους προκαλούσα. Δεν με πίστευε. Για να είμαι ακριβής, δεν ήθελε να με πιστέψει. Και μου ζήτησε να του στείλω φωτογραφίες. Αν με είχαν πράγματι χτυπήσει τότε οι φωτογραφίες θα επιβεβαίωναν περίτρανα τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Αν όχι θα σήμαινε για κάποιο λόγο του έλεγα ψέματα.
Σ’ εκείνο το σημείο, η ιστορία πήρε μια πολύ σουρεαλιστική τροπή.
Πήγα σ’ ένα κατάστημα με αποκριάτικα κι αγόρασα πλαστικές ουλές, τσιρότα και μπογιές μακιγιάζ. Μπήκα στη τουαλέτα ενός εμπορικού κέντρου και μπροστά στα μάτια άλλων γυναικών που έμπαιναν κι έβγαιναν, βάφτηκα. Βάφτηκα πολύ. Η αλήθεια είναι πως έμοιαζα περισσότερο να με έχει χτυπήσει το τρένο των 8 και τέταρτο παρά μεθυσμένοι φοιτητές. Το βάψιμο και το μακιγιάζ φαινόταν υπερβολικό αλλά η όλη ιστορία είχε ξεφύγει από τα πλαίσια της λογικής. Όταν εμφάνισα τις φωτογραφίες ήμουν πολύ περήφανη για το αποτέλεσμα. Για τον εαυτό μου δεν ήμουν ιδιαίτερα περήφανη γιατί καταλάβαινα πως το μυαλό μου πλέον έπαιρνε λάθος στροφές.
Το ίδιο σχεδόν είπε και ο Λάζαρος όταν μετά από δυο μέρες έλαβε τις φωτογραφίες. Παρότι διατηρούσε μια μικρή επιφύλαξη, δεν πίστεψε ούτε την ιστορία, ούτε τις φωτογραφίες. Εγώ δεν άργησα πολύ να παραδεχτώ πως πράγματι όλο αυτό το θέατρο ήταν ένας τρόπος για να κεντρίσω το ενδιαφέρον του. Λίγο παράξενος, λίγο ασυνήθιστος ωστόσο ο Λάζαρος κατάφερε μέσα σε αυτή τη παράνοια να διακρίνει το έντονο χρώμα της απόγνωσης μου. Και με τον καιρό θυμόμασταν αυτή την ιστορία και γελούσαμε. Ο χρόνος την μετέτρεψε από αρρωστημένη κωμωδία σε τρυφερή κομεντί και τη κακόγουστη φάρσα σε τρυφερό ψέμα.
Tuesday, June 06, 2006
Coming home now
Δυστυχώς για λόγους προσωπικούς και συνθήκες που αφορούσαν άμεσα την ιστορία δεν μπόρεσα τον τελευταίο μήνα να προσθέσω κανένα κείμενο. Δεν σας κρύβω πως κάποιες στιγμές θέλησα να σβήσω το μπλόγκ αυτό σα να μην υπήρξε ποτέ αλλά πλέον έχω μάθει πως η προσπάθεια να διαγράψεις το παρελθόν είναι η μεγαλύτερη χίμαιρα.
Τα γιατί θα τα εξηγήσω στη πορεία, όταν έλθει η ώρα. Προς το παρόν, μέχρι την Πέμπτη το βραδάκι η ιστορία θα συνεχιστεί. Ελπίζω να επανέλθουν οι φυσιολογικοί και ταχύτεροι ρυθμοί στο μπλόγκ. Δεν σας δίνω υποσχέσεις γιατί ήδη δεν τις κράτησα δυο φορές.
Δεν υπάρχουν λόγια για να σας ευχαριστήσω. Εσείς ξέρετε γιατί.
Monday, May 08, 2006
Επιστροφή
Μετά από λίγες μέρες έφυγα ξανά για την Αγγλία. Προτελευταίο έτος τω σπουδών. Σαν χθες, με θυμάμαι καθισμένη πάνω στις βαλίτσες μου στο σταθμό του Earl’s Court να κλαίω με αναφιλητά για ώρα περιμένοντας μια φίλη μου. Έκλαιγα γιατί αισθανόμουν χαμένη. Μετά από τόσους μήνες με τον Λάζαρο ήμουν ξανά χαμένη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Και μου έλειπε τόσο πολύ. Κάθε χιλιόμετρο μέσα μου αντιστοιχούσε σε μονάδα απουσίας. Έπρεπε να ξανασυνηθίσω σε μια μοναχική καθημερινότητα. Πολλοί από τους φίλους μου είχαν φύγει, έπρεπε να βρω νέο σπίτι, νέα βιβλία, νέο βήμα στους γνώριμους δρόμους.
Κοιμήθηκα πολλές ώρες το πρώτο βράδυ – πάντα πίστευα πως όταν είσαι στεναχωρημένη ή αντιμετωπίζεις κάποιο σοβαρό πρόβλημα, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κοιμηθείς έστω και για λίγο για να δεις μετά πιο ρεαλιστικά αυτά που νιώθεις. Και όντως ήταν έτσι. Μέσα σε δυο μέρες είχα μετακομίσει σε ένα πολύ όμορφο και φωτεινό στούντιο. Βιαζόμουν τόσο πολύ να μετακομίσω που το παρέλαβα βρώμικο. Μου άρεσε όμως. Είχε θέα σε ένα μεγάλο πάρκο και όλος ο τοίχος ήταν ένα τεράστιο παράθυρο. Ακόμα όμως και όταν το διαμέρισμα ήταν καθαρό και ταχτοποιημένο, ακόμα και όταν τα χρώματα, οι μελωδίες και οι μυρωδιές της ζωής μου είχαν γεμίσει κάθε γωνιά του κάτι έλειπε. Μάλλον μου έλειπε η ανάγκη να είναι λόγος για ό, τι έκανα. Υπήρχε μόνο σαν αίσθημα αλλά δεν είχε αντίκρισμα. Μέσα στο μυαλό μου σκεφτόμουν «θα του άρεσε αυτό το βάζο, αυτή η καρέκλα, αυτό το τραγούδι κλπ κλπ» αλλά μετά συνειδητοποιούσα πως δεν θα τον έβλεπα το ίδιο βράδυ. Ούτε το επόμενο.
Σκοπός μου ήταν να συγκεντρωθώ στο σκοπό μου, να διασκεδάσω και να μην αφήσω τα περσινά λάθη της αποξένωσης να μου χτυπήσουν τη πόρτα. Όπως φάνηκε στη πορεία δεν τα κατάφερα εξαιρετικά. Με εξαίρεση κάποιες βόλτες και ψώνια που έκανα μόνη μου, συναντούσα τη φίλη μου την Άννα μόνο τις Δευτέρες για να πάμε σινεμά – αν και εγώ πήγαινα σχεδόν καθημερινά μόνη μου. Άλλες παρέες στο πανεπιστήμιο δεν έκανα. Έτρωγα τα μεσημέρια με συμφοιτητές στο εστιατόριο αλλά δεν επιδίωκα περισσότερες σχέσεις έξω από την αίθουσα διδασκαλίας. Μου φαίνονταν όλα πολύ βαρετά. Μαγείρευα πολύ στο σπίτι, έβλεπα ταινίες και διάβαζα. Το χειρότερο ήταν πως μου φαίνονταν πολύ φυσιολογικά όλα αυτά. Δεν αισθανόμουν την ανάγκη να βγω, να συναντηθώ με παιδιά της ηλικίας μου που πιθανότατα να μοιραζόμασταν και κοινά ενδιαφέροντα. Και αυτό δεν είναι ποτέ καλό σημάδι. Κυρίως γιατί όταν ξεκόβεις από τη πραγματικότητα είναι σα να ξεκόβεις από τη βασική πηγή ενέργειας. Τα πάντα μέσα σου ανακυκλώνονται: οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι εκφράσεις. Χάνεις ερεθίσματα. Χάνεις χρόνο. Πολύτιμο χρόνο. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως καθετί πλέον που σκέφτεσαι σου φαίνεται λογικό, όσο παράδοξο ή αλλόκοτο θα σου φαινόταν αν είχες κάποιον να το μοιραστείς και να σου πει: «ΟΚ! Αυτό που μόλις μου είπες ίσως και να είναι η μεγαλύτερη μαλακία που έχει ξεστομίσει θηλαστικό!». Όταν όμως από επιλογή σου ζεις μόνη, περιμένοντας μόνο να μιλήσεις στο τηλέφωνο με τη μοναδική πηγή χαράς που (νομίζεις πως) έχεις, όσο αντικειμενικά υγιής και αν είσαι, χάνεις την επαφή σου με το ήρεμο και ξεκάθαρο κομμάτι της λογικής σου. Έτσι όμως είναι οι σχέσεις: πολλές φορές έρχεται το σημείο που σε ‘καταβροχθίζει’ τόσο πολύ το συναίσθημα που ακόμα και η απόφαση να μην ξανακάνεις τα λάθη του τόσο πρόσφατου παρελθόντος μοιάζει με συμβόλαιο πως θα κάνεις ακόμη μεγαλύτερα. Εγώ αυτό έκανα.