Monday, May 08, 2006

Επιστροφή

Μετά από λίγες μέρες έφυγα ξανά για την Αγγλία. Προτελευταίο έτος τω σπουδών. Σαν χθες, με θυμάμαι καθισμένη πάνω στις βαλίτσες μου στο σταθμό του Earl’s Court να κλαίω με αναφιλητά για ώρα περιμένοντας μια φίλη μου. Έκλαιγα γιατί αισθανόμουν χαμένη. Μετά από τόσους μήνες με τον Λάζαρο ήμουν ξανά χαμένη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Και μου έλειπε τόσο πολύ. Κάθε χιλιόμετρο μέσα μου αντιστοιχούσε σε μονάδα απουσίας. Έπρεπε να ξανασυνηθίσω σε μια μοναχική καθημερινότητα. Πολλοί από τους φίλους μου είχαν φύγει, έπρεπε να βρω νέο σπίτι, νέα βιβλία, νέο βήμα στους γνώριμους δρόμους.
Κοιμήθηκα πολλές ώρες το πρώτο βράδυ – πάντα πίστευα πως όταν είσαι στεναχωρημένη ή αντιμετωπίζεις κάποιο σοβαρό πρόβλημα, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κοιμηθείς έστω και για λίγο για να δεις μετά πιο ρεαλιστικά αυτά που νιώθεις. Και όντως ήταν έτσι. Μέσα σε δυο μέρες είχα μετακομίσει σε ένα πολύ όμορφο και φωτεινό στούντιο. Βιαζόμουν τόσο πολύ να μετακομίσω που το παρέλαβα βρώμικο. Μου άρεσε όμως. Είχε θέα σε ένα μεγάλο πάρκο και όλος ο τοίχος ήταν ένα τεράστιο παράθυρο. Ακόμα όμως και όταν το διαμέρισμα ήταν καθαρό και ταχτοποιημένο, ακόμα και όταν τα χρώματα, οι μελωδίες και οι μυρωδιές της ζωής μου είχαν γεμίσει κάθε γωνιά του κάτι έλειπε. Μάλλον μου έλειπε η ανάγκη να είναι λόγος για ό, τι έκανα. Υπήρχε μόνο σαν αίσθημα αλλά δεν είχε αντίκρισμα. Μέσα στο μυαλό μου σκεφτόμουν «θα του άρεσε αυτό το βάζο, αυτή η καρέκλα, αυτό το τραγούδι κλπ κλπ» αλλά μετά συνειδητοποιούσα πως δεν θα τον έβλεπα το ίδιο βράδυ. Ούτε το επόμενο.
Σκοπός μου ήταν να συγκεντρωθώ στο σκοπό μου, να διασκεδάσω και να μην αφήσω τα περσινά λάθη της αποξένωσης να μου χτυπήσουν τη πόρτα. Όπως φάνηκε στη πορεία δεν τα κατάφερα εξαιρετικά. Με εξαίρεση κάποιες βόλτες και ψώνια που έκανα μόνη μου, συναντούσα τη φίλη μου την Άννα μόνο τις Δευτέρες για να πάμε σινεμά – αν και εγώ πήγαινα σχεδόν καθημερινά μόνη μου. Άλλες παρέες στο πανεπιστήμιο δεν έκανα. Έτρωγα τα μεσημέρια με συμφοιτητές στο εστιατόριο αλλά δεν επιδίωκα περισσότερες σχέσεις έξω από την αίθουσα διδασκαλίας. Μου φαίνονταν όλα πολύ βαρετά. Μαγείρευα πολύ στο σπίτι, έβλεπα ταινίες και διάβαζα. Το χειρότερο ήταν πως μου φαίνονταν πολύ φυσιολογικά όλα αυτά. Δεν αισθανόμουν την ανάγκη να βγω, να συναντηθώ με παιδιά της ηλικίας μου που πιθανότατα να μοιραζόμασταν και κοινά ενδιαφέροντα. Και αυτό δεν είναι ποτέ καλό σημάδι. Κυρίως γιατί όταν ξεκόβεις από τη πραγματικότητα είναι σα να ξεκόβεις από τη βασική πηγή ενέργειας. Τα πάντα μέσα σου ανακυκλώνονται: οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι εκφράσεις. Χάνεις ερεθίσματα. Χάνεις χρόνο. Πολύτιμο χρόνο. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως καθετί πλέον που σκέφτεσαι σου φαίνεται λογικό, όσο παράδοξο ή αλλόκοτο θα σου φαινόταν αν είχες κάποιον να το μοιραστείς και να σου πει: «ΟΚ! Αυτό που μόλις μου είπες ίσως και να είναι η μεγαλύτερη μαλακία που έχει ξεστομίσει θηλαστικό!». Όταν όμως από επιλογή σου ζεις μόνη, περιμένοντας μόνο να μιλήσεις στο τηλέφωνο με τη μοναδική πηγή χαράς που (νομίζεις πως) έχεις, όσο αντικειμενικά υγιής και αν είσαι, χάνεις την επαφή σου με το ήρεμο και ξεκάθαρο κομμάτι της λογικής σου. Έτσι όμως είναι οι σχέσεις: πολλές φορές έρχεται το σημείο που σε ‘καταβροχθίζει’ τόσο πολύ το συναίσθημα που ακόμα και η απόφαση να μην ξανακάνεις τα λάθη του τόσο πρόσφατου παρελθόντος μοιάζει με συμβόλαιο πως θα κάνεις ακόμη μεγαλύτερα. Εγώ αυτό έκανα.

Thursday, May 04, 2006

Sorry seems to be ...

Η αφορμή ήταν ο Elton John. Μια συναυλία του sir που θα γινόταν εκείνες τις ημέρες στο Ηρώδειο. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που ο αγαπημένος μου για πολλά χρόνια τραγουδιστής θα ερχόταν στην Ελλάδα. Ήμουν διπλά ενθουσιασμένη γιατί θα τον άκουγα να ερμηνεύει όλα εκείνα τα κλασσικά και υπέροχα τραγούδια του ενώ θα κρατούσα τον Λάζαρο από το χέρι. Ειδικά το “Your song”, που το άκουγα πολλές βραδυές στο δωμάτιο μου στην Αγγλία όσο μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Ειδικά το “Your song”. H συναυλία πλησίαζε και από σκόρπιες κουβέντες καταλάβαινα πως ο Λάζαρος δεν έδειχνε και μεγάλο ενδιαφέρον. Προσπαθούσα σε κάθε ευκαιρία να παίζω στο αυτοκίνητο τραγούδια του Έλτον Τζον που πίστευα πως θα του αρέσουν και ήξερα πως θα συμπεριλαμβάνονταν και στο πρόγραμμα. Τα περισσότερα του άρεσαν. Τα υπόλοιπα δεν τα απέρριπτε. Είχα βγάλει εισιτήρια χωρίς να του πω τίποτε γιατί ήξερα πως αν τον ρωτούσε δεν θα ήθελε. Εν τέλει, την έκπληξη μου την έκανε εκείνος.
Την παραμονή της συναυλίας μου ανακοίνωσε πως θα πήγαινε με τη Τζέσικα, η οποία είχε βρει από τις πρώτες κιόλας μέρες προσκλήσεις. Φυσικά δεν μου απαγόρεψε να πάω μόνη μου. Φυσικά και δεν του είπα πως είχα αγοράσει εισιτήρια στις καλύτερες θέσεις. Φυσικά και δεν πήγα ποτέ στη συναυλία. Όχι από πείσμα. Ίσως ακουστεί παράδοξο, κυρίως αφού γνωρίζετε τη συνέχεια, αλλά δεν πήγα από περηφάνια. Φανταζόμουν τη σκηνή που θα συναντιόμασταν τυχαία στην είσοδο και δεν θα μπορούσα να του μιλήσω. Σκεφτόμουν τη στιγμή που θα διασταυρώνονταν τα βλέμματα μας και θα έπρεπε να γυρίσω από την άλλη μεριά για να μην μας δει η Τζέσικα ή κάποιος από τους φίλους του. Ίσως, ακόμα χειρότερα, τα έφερνε έτσι η τύχη και καθόμασταν σε διπλανές θέσεις. Η απαγορευτική γραμμή της Τζέσικας ήταν κάτι που ακόμα δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω.
Και αυτή ήταν και η πραγματική αιτία της πράξης μου. Η Τζέσικα. Επιστρέφοντας από τις διακοπές της είχε ξαναμπεί στη ζωή του Λάζαρου με τρόπο σχεδόν πολιορκητικό. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που, εν αγνοία της βέβαια, παρενέβαινε και στη δική μου ζωή. Συναντιόνταν με τον Λάζαρο σχεδόν καθημερινά, πήγαιναν σε φίλους και κοινωνικές εκδηλώσεις που δεν ‘επιτρεπόταν’ να παραβρεθεί μόνη της, τηλεφωνούσε τις πιο ακατάλληλες στιγμές, μας διέκοπτε στις πιο χαλαρές και ήρεμες στιγμές μας. Με αυτό τον τρόπο μου θύμιζε, πάλι εν αγνοία της, πως όσο και να ήθελα να φανώ δυνατή υπήρχαν καταστάσεις που δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω. Υπήρχαν όρια που έκανα πως δεν έβλεπα και όνειρα στα οποία δεν έπρεπε να αφήνομαι. Την ζήλευα και σχεδόν τη μισούσα. Κατά βάθος, σε αυτές τις περιπτώσεις μισούμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Την ίδια μας την επιλογή. Αυτό που μας γκρεμίζει είναι η ίδια μας η επιλογή και η απόφαση μας να της μείνουμε πιστοί. Δεν ξέρω αν είναι δίκαιο να μιλάω σε πληθυντικό αριθμό. Όπως δεν ξέρω πως έφτασα στην απόφαση να απατήσω τον Λάζαρο. Τόσα χρόνια μετά και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι μια υπόθεση: αντάλλαξα την απογοήτευση με εκδίκηση. Μεγάλη τιμωρία να μην μπορείς να ζυγίσεις αυτά που νιώθεις. Ακόμη μεγαλύτερη όταν πρέπει να πάρεις μια απόφαση για τη ζωή σου κι εσύ κλείνεις τα μάτια και διαλέγεις το λάθος. Λάθος όχι λόγω κοινωνικού ή διαπροσωπικού κόστους. Λάθος γιατί όταν βγήκα από το μαγαζί εκείνου του άνδρα με ρώτησα δυνατά: «Τι έκανα;». Κι εκεί σιωπή. Δεν είχα απάντηση, δεν είχα εκτίμηση της πραγματικότητας. Δεν είχα καμιά απολύτως λογική εξήγηση γι’ αυτό που πήγα να κάνω.
Ξέρω πως μετά ντρεπόμουν. Αλλά το ‘μετά’ δεν έχει αντίκρισμα. Κι ούτως ή άλλως δεν είχα ιδέα για τι απ’ όλα να ντραπώ. Πολλές ανακατεμένες σκέψεις και πολλές άδικες αποφάσεις. Κυρίως ντρεπόμουν για το ότι θέλησα να εκδικηθώ γι’ αυτό που εγώ η ίδια είχα διαλέξει. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτός είναι ένας εκπληκτικά σοβαρός λόγος να γονατίζεις από ντροπή: να τιμωρείς αυτούς που αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα δικά σου λάθη.
Kαι να φανταστείτε πως αυτά συνέβησαν ακριβώς τη στιγμή που πίστευα πως η ευτυχία μου με τον Λάζαρο δεν είχε τίποτε θνητό. Αν μπορούσα να ζωγραφίσω κάπου εδώ θα έβαζα ένα πολύ πικρό χαμόγελο. Τόσο πικρό όσο και οι πικροδάφνες.

Monday, May 01, 2006

Γεγονότα

Το μικρό του μαγαζάκι ήταν στο κέντρο της Αθήνας. Παλιό. Λίγο βιβλιοπωλείο, λίγο παλαιοπωλείο, λίγο βρώμικο. Καθόταν πίσω από τον πάγκο του. Άσχημος μάλλον. Σιχαμερός περισσότερο. Γύρω στα 40, χωρίς γοητεία με κουρασμένα χαρακτηριστικά. Στη συνείδηση του είμαι σίγουρη πως μετέφραζε την παραίτηση σε πείρα. Είπαμε τα τυπικά, έκανε ένα πολύ γλοιώδες αστείο και έβαλε μέσα τα τραπεζάκια με τα πράγματα που είχε στο πεζοδρόμιο. Τον κοιτούσα χωρίς να έχω βγάλει τα γυαλιά μου, χωρίς να αγγίζω πουθενά, χωρίς να μπορώ να συγχρονιστώ με τα δευτερόλεπτα που περνούσαν. Κλείδωσε τη πόρτα και ανεβήκαμε στο πατάρι του μαγαζιού. Παντού σκόνη. Ένα σκοτεινό πατάρι γεμάτο σκόνη, ψόφια έντομα και με ένα ξέστρωτο ράντζο σε μια γωνιά σκοτεινότερη από το υπόλοιπο δωμάτιο. Πάνω από το ράντζο μια αφίσα από μια παραλία στις Σεϋχέλλες. Για μια φευγαλέα στιγμή σκέφτηκα πως αυτό θα ήταν το ιδανικό μέρος για να με βρουν νεκρή. Τη θυμάμαι πολύ ζωντανά εκείνη τη σκέψη, όπως θυμάμαι και το μειδίαμα μου τόσο αλλόκοτο όσο και τα σημάδια από τα βήματα μου στη σκόνη εκείνου του πατώματος.
Τον ένιωσα να με σφίγγει και να τρίβεται πάνω μου. Χωρίς να μετακινηθώ εκατοστό, τον είδα να ξαπλώνει γυμνός στο βρώμικο κρεβάτι και να μου χαμογελάει. Έβγαλα την μπλούζα μου και κάθισα κοντά του. Τράβηξε το χέρι μου για να τον χουφτώσω. «Κάνε με να φανταστώ πως είμαι σ’ αυτή τη παραλία» μου είπε δείχνοντας μου την αφίσα πάνω από το κεφάλι του. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι είχε πει χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Λάζαρος που ήθελε να μάθει τι μου είχε πει ‘ο γιατρός που είχα πάει να δω για τους πονοκεφάλους μου’. Με μια βιαστική δικαιολογία έκλεισα όπως όπως το τηλέφωνο. Φόρεσα ξανά τη μπλούζα μου και ζήτησα συγνώμη. «Συγγνώμη αλλά δεν μπορώ». «Μη σε νοιάζει, θα πάω σπίτι να γαμήσω τη γυναίκα μου και θα μου φύγει η καύλα» μου απάντησε.

Γύρισα σπίτι. Χωρίς να σκέφτομαι ή να θυμάμαι.