Επιστροφή
Μετά από λίγες μέρες έφυγα ξανά για την Αγγλία. Προτελευταίο έτος τω σπουδών. Σαν χθες, με θυμάμαι καθισμένη πάνω στις βαλίτσες μου στο σταθμό του Earl’s Court να κλαίω με αναφιλητά για ώρα περιμένοντας μια φίλη μου. Έκλαιγα γιατί αισθανόμουν χαμένη. Μετά από τόσους μήνες με τον Λάζαρο ήμουν ξανά χαμένη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Και μου έλειπε τόσο πολύ. Κάθε χιλιόμετρο μέσα μου αντιστοιχούσε σε μονάδα απουσίας. Έπρεπε να ξανασυνηθίσω σε μια μοναχική καθημερινότητα. Πολλοί από τους φίλους μου είχαν φύγει, έπρεπε να βρω νέο σπίτι, νέα βιβλία, νέο βήμα στους γνώριμους δρόμους.
Κοιμήθηκα πολλές ώρες το πρώτο βράδυ – πάντα πίστευα πως όταν είσαι στεναχωρημένη ή αντιμετωπίζεις κάποιο σοβαρό πρόβλημα, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κοιμηθείς έστω και για λίγο για να δεις μετά πιο ρεαλιστικά αυτά που νιώθεις. Και όντως ήταν έτσι. Μέσα σε δυο μέρες είχα μετακομίσει σε ένα πολύ όμορφο και φωτεινό στούντιο. Βιαζόμουν τόσο πολύ να μετακομίσω που το παρέλαβα βρώμικο. Μου άρεσε όμως. Είχε θέα σε ένα μεγάλο πάρκο και όλος ο τοίχος ήταν ένα τεράστιο παράθυρο. Ακόμα όμως και όταν το διαμέρισμα ήταν καθαρό και ταχτοποιημένο, ακόμα και όταν τα χρώματα, οι μελωδίες και οι μυρωδιές της ζωής μου είχαν γεμίσει κάθε γωνιά του κάτι έλειπε. Μάλλον μου έλειπε η ανάγκη να είναι λόγος για ό, τι έκανα. Υπήρχε μόνο σαν αίσθημα αλλά δεν είχε αντίκρισμα. Μέσα στο μυαλό μου σκεφτόμουν «θα του άρεσε αυτό το βάζο, αυτή η καρέκλα, αυτό το τραγούδι κλπ κλπ» αλλά μετά συνειδητοποιούσα πως δεν θα τον έβλεπα το ίδιο βράδυ. Ούτε το επόμενο.
Σκοπός μου ήταν να συγκεντρωθώ στο σκοπό μου, να διασκεδάσω και να μην αφήσω τα περσινά λάθη της αποξένωσης να μου χτυπήσουν τη πόρτα. Όπως φάνηκε στη πορεία δεν τα κατάφερα εξαιρετικά. Με εξαίρεση κάποιες βόλτες και ψώνια που έκανα μόνη μου, συναντούσα τη φίλη μου την Άννα μόνο τις Δευτέρες για να πάμε σινεμά – αν και εγώ πήγαινα σχεδόν καθημερινά μόνη μου. Άλλες παρέες στο πανεπιστήμιο δεν έκανα. Έτρωγα τα μεσημέρια με συμφοιτητές στο εστιατόριο αλλά δεν επιδίωκα περισσότερες σχέσεις έξω από την αίθουσα διδασκαλίας. Μου φαίνονταν όλα πολύ βαρετά. Μαγείρευα πολύ στο σπίτι, έβλεπα ταινίες και διάβαζα. Το χειρότερο ήταν πως μου φαίνονταν πολύ φυσιολογικά όλα αυτά. Δεν αισθανόμουν την ανάγκη να βγω, να συναντηθώ με παιδιά της ηλικίας μου που πιθανότατα να μοιραζόμασταν και κοινά ενδιαφέροντα. Και αυτό δεν είναι ποτέ καλό σημάδι. Κυρίως γιατί όταν ξεκόβεις από τη πραγματικότητα είναι σα να ξεκόβεις από τη βασική πηγή ενέργειας. Τα πάντα μέσα σου ανακυκλώνονται: οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι εκφράσεις. Χάνεις ερεθίσματα. Χάνεις χρόνο. Πολύτιμο χρόνο. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως καθετί πλέον που σκέφτεσαι σου φαίνεται λογικό, όσο παράδοξο ή αλλόκοτο θα σου φαινόταν αν είχες κάποιον να το μοιραστείς και να σου πει: «ΟΚ! Αυτό που μόλις μου είπες ίσως και να είναι η μεγαλύτερη μαλακία που έχει ξεστομίσει θηλαστικό!». Όταν όμως από επιλογή σου ζεις μόνη, περιμένοντας μόνο να μιλήσεις στο τηλέφωνο με τη μοναδική πηγή χαράς που (νομίζεις πως) έχεις, όσο αντικειμενικά υγιής και αν είσαι, χάνεις την επαφή σου με το ήρεμο και ξεκάθαρο κομμάτι της λογικής σου. Έτσι όμως είναι οι σχέσεις: πολλές φορές έρχεται το σημείο που σε ‘καταβροχθίζει’ τόσο πολύ το συναίσθημα που ακόμα και η απόφαση να μην ξανακάνεις τα λάθη του τόσο πρόσφατου παρελθόντος μοιάζει με συμβόλαιο πως θα κάνεις ακόμη μεγαλύτερα. Εγώ αυτό έκανα.